φάμα
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
ἡ, Dor. for φήμη.
German (Pape)
[Seite 1254] ἡ, dor. = φήμη.
Greek (Liddell-Scott)
φάμα: ἡ, Δωρ. ἀντὶ φήμη.
French (Bailly abrégé)
dor. c. φήμη.
English (Slater)
φᾱμα (-α, -αν, -ας, -αι.)
a voice “Ὄρσο, τέκνον, δεῦρο πάγκοινον ἐς χώραν ἴμεν φάμας ὄπισθεν” (O. 6.63) κελαδέοντι μὲν ἀμφὶ Κινύραν πολλάκις φᾶμαι Κυπρίων (P. 2.16)
b report ὁ δ' ὄλβιος, ὃν φᾶμαι κατέχωντ ἀγαθαί (O. 7.10) ἔνθα ποθ' Ἁρμονίαν [φ] άμα Κάδμον ὑψη [λαῖ] ς πραπίδες [σι λαχεῖν (Π̆{S}: φαμεν Π.) Δ. 2. 27. add. gen., ἐκ λεχέων ἀνάγει φάμαν παλαιὰν εὐκλέων ἔργων reputation (I. 4.22)
English (Slater)
φᾱμα (-α, -αν, -ας, -αι.)
a voice “Ὄρσο, τέκνον, δεῦρο πάγκοινον ἐς χώραν ἴμεν φάμας ὄπισθεν” (O. 6.63) κελαδέοντι μὲν ἀμφὶ Κινύραν πολλάκις φᾶμαι Κυπρίων (P. 2.16)
b report ὁ δ' ὄλβιος, ὃν φᾶμαι κατέχωντ ἀγαθαί (O. 7.10) ἔνθα ποθ' Ἁρμονίαν [φ] άμα Κάδμον ὑψη [λαῖ] ς πραπίδες [σι λαχεῖν (Π̆{S}: φαμεν Π.) Δ. 2. 27. add. gen., ἐκ λεχέων ἀνάγει φάμαν παλαιὰν εὐκλέων ἔργων reputation (I. 4.22)