φάμα

From LSJ
Revision as of 12:39, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φάμα Medium diacritics: φάμα Low diacritics: φάμα Capitals: ΦΑΜΑ
Transliteration A: pháma Transliteration B: phama Transliteration C: fama Beta Code: fa/ma

English (LSJ)

ἡ, Dor. for φήμη.

German (Pape)

[Seite 1254] ἡ, dor. = φήμη.

Greek (Liddell-Scott)

φάμα: ἡ, Δωρ. ἀντὶ φήμη.

French (Bailly abrégé)

dor. c. φήμη.

English (Slater)

φᾱμα (-α, -αν, -ας, -αι.)
   a voice “Ὄρσο, τέκνον, δεῦρο πάγκοινον ἐς χώραν ἴμεν φάμας ὄπισθεν” (O. 6.63) κελαδέοντι μὲν ἀμφὶ Κινύραν πολλάκις φᾶμαι Κυπρίων (P. 2.16)
   b report ὁ δ' ὄλβιος, ὃν φᾶμαι κατέχωντ ἀγαθαί (O. 7.10) ἔνθα ποθ' Ἁρμονίαν [φ] άμα Κάδμον ὑψη [λαῖ] ς πραπίδες [σι λαχεῖν (Π̆{S}: φαμεν Π.) Δ. 2. 27. add. gen., ἐκ λεχέων ἀνάγει φάμαν παλαιὰν εὐκλέων ἔργων reputation (I. 4.22)

English (Slater)

φᾱμα (-α, -αν, -ας, -αι.)
   a voice “Ὄρσο, τέκνον, δεῦρο πάγκοινον ἐς χώραν ἴμεν φάμας ὄπισθεν” (O. 6.63) κελαδέοντι μὲν ἀμφὶ Κινύραν πολλάκις φᾶμαι Κυπρίων (P. 2.16)
   b report ὁ δ' ὄλβιος, ὃν φᾶμαι κατέχωντ ἀγαθαί (O. 7.10) ἔνθα ποθ' Ἁρμονίαν [φ] άμα Κάδμον ὑψη [λαῖ] ς πραπίδες [σι λαχεῖν (Π̆{S}: φαμεν Π.) Δ. 2. 27. add. gen., ἐκ λεχέων ἀνάγει φάμαν παλαιὰν εὐκλέων ἔργων reputation (I. 4.22)