χαλκότορος

From LSJ
Revision as of 13:08, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκότορος Medium diacritics: χαλκότορος Low diacritics: χαλκότορος Capitals: ΧΑΛΚΟΤΟΡΟΣ
Transliteration A: chalkótoros Transliteration B: chalkotoros Transliteration C: chalkotoros Beta Code: xalko/toros

English (LSJ)

ον,

   A of piercing, sharp bronze, ξίφη Pi.P.4.147.    2 caused by piercing with bronze, ὠτειλαί Opp.H.5.329 (expld. by χαλκο-τρύπητοι Sch.).

German (Pape)

[Seite 1332] aus Erz od. Kupfer gearbeitet, ξίφος Pind. P. 4, 147. – Durch Erz gebohrt, geschlagen, ὠτειλαί Opp. Cyn. 5, 329.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκότορος: -ον, εἰργασμένος ἐκ χαλκοῦ, ἢ ὁ τῷ χαλκῷ τιτρώσκων, χαλκοτόροις ξίφεσιν, «τοῖς τῷ χαλκῷ τιτρώσκουσιν» (Σχόλ.), Πινδ. ΙΙ. 4. 261. 2) ὁ προξενηθεὶς ἐκ διατρήσεως διὰ χαλκοῦ, ἤτοι διὰ χαλκίνου ὅπλου, ὠτειλαὶ Ὀππ. Ἁλ. 5. 329, ἔνθα ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει χαλκοτρύπητοι, πρβλ. χαλκοτύπος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 fabriqué en airain;
2 fait par une arme d’airain en parl. d’une blessure.
Étymologie: χαλκός, τείρω.