ἀναείρω
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
English (LSJ)
A lift up, of a wrestler, ἤ μ' ἀνάειρ', ἢ ἐγὼ σέ Il.23.724; ἀνάειρε δύω χρυσοῖο τάλαντα took them, carried them off, ib.614,778; ἀθανάτοισι φίλας ἀνὰ χεῖρας ἀείραι 7.130:—Med., lift up in one's arms, carry off, A.R.4.94:—Pass., arise, ἀνηέρθησαν ἄελλαι A.R.1.1078; of a ship, leave the stocks, Orph.A.268.
German (Pape)
[Seite 187] in die Höhe heben, Hom. öfters; χεῖρας ἀθανάτοισι, die Hände zu den Göttern, Il. 7, 130 u. sp. D.; ἀναειρόμενος, med., Ap. Rh. 4, 94; ἀνηέρθησαν ἄελλαι, erhoben sich, 1, 1078.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναείρω: ἀνυψῶ, σηκώνω ἐπάνω ἀπὸ τὴν γῆν, ἐπὶ παλαιστοῦ, ἤ μ’ ἀνάειρ’ ἢ ἐγὼ σὲ Ἰλ. Ψ. 724· ἀνάειρε δύω χρυσοῖο τάλαντα, ἔλαβεν, αὐτόθι 614. 778· ἀθανάτοισι φίλας ἀνὰ χεῖρας ἀείραι, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου palmas ad sidera tendit, Ἰλ. Η. 130: - Μέσ., ἀνεγείρω, ἀναειρόμενος προσπτύξατο Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 94. -Παθ., ἐγείρομαι, ἄελλαι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 107· ἐπὶ πλοίου, ἐπιπλέω, Ὀρφ. Ἀργ. 270.
French (Bailly abrégé)
1 lever, soulever, acc.;
2 enlever, emporter, acc..
Étymologie: ἀνά, ἀείρω.
English (Autenrieth)
(=ἀναίρω), aor. 1 ἀνάειρε, inf. ἀναει<<><>>ραι: lift up, Od. 8.298; said of wrestlers who try to ‘pick each other up,’ Il. 23.724, 725, 729; of ‘carrying off’ a prize received, Il. 23.614, 778.
English (Slater)
ἀνᾰείρω
1 lift up ]ὁ δ' ἀντίον ἀνὰ κάρα τ ἄειρ[ε (supp. Lobel) (Pae. 20.10)