ἐξαίρετος
German (Pape)
[Seite 863] 1) ausgenommen; ἐξαίρετόν τινα ποιεῖσθαι, Einen ausnehmen, Thuc. 3, 68; Plat. Ep. II, 310 e; τούτῳ μόνῳ Ἀθηναίων ἐξαίρετόν ἐστιν καὶ ποιεῖν καὶ λέγειν ὅ τι ἂν βούληται, er darf ausnahmsweise allein thun, was er will, Lys. 10, 3; Dem. 40, 14 u. Sp.; χρόνον μηδένα ἐξαίρετον ποιεῖσθαι τοῦ πολέμου, den Krieg zu keiner Zeit aussetzen, D. Hal. 6, 50. Bes. – 2) ausgewählt, auserlesen, mit der Nebenbdtg des Vorzüglichen; κοῦροι Ἰθάκης ἐξαίρετοι Od. 4, 643, γυναῖκες, auserwählte, Il. 2, 227; πολλῶν χρημάτων ἐξαίρετον ἄνθος Aesch. Ag. 928, δώρημα Eum. 380; oft bei Pind. u. Folgdn; τιμαί Isocr. 4, 94; πρώτοις ἐξαίρετα τεμένη ἀποδοτέον Plat. Legg. V, 738 d. – Für einen bestimmten Zweck ausgewählt u. bestimmt, χίλια τάλαντα εἰς τὴν ἀκρόπολιν ἀνηνέγκαμεν καὶ νόμῳ κατεκλείσαμεν ἐξαίρετα εἶναι τῷ δήμῳ – καὶ τριήρεις ἑκατὸν ἐξαιρέτους ἐψηφισάμεθα εἶναι Andoc. 3, 7, sie sollten von dem gewöhnlichen Dienst ausgenommen und für besondere Staatszwecke aufbewahrt bleiben; vgl. Thuc. 2, 24; – στρατηγία ἐξ., praetura extraordinaria, Plut. Cat. mai. 39; – ἐξαιρέτως, vorzugsweise, Luc. u. a. Sp. – Man unterscheidet ἐξαιρετός, herausnehmbar, Her. 2, 121.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαίρετος: -ον, ὃν ἐκλέγων χωρίζει τις ἐξ ἄλλων, καὶ ἑπομένως, 1) ἐπίλεκτος, «διαλεκτός», ἐκλεκτός, Λατ. eximius, Ἰθάκης ἐξαίρετοι κοῦροι, ἦ ἑοὶ αὐτοῦ θῆτές τε δμῶές τε; Ὀδ. Δ. 643˙ γυναῖκες... ἐξαίρετοι Ἰλ. Β. 227˙ ἕνα ἐξ. ἀποκρίνειν Ἡρόδ. 6. 130˙ - ἰδίως ἐπὶ λείας καὶ πραγμάτων διδομένων ὡς τεκμήριον ἰδιαζούσης τιμῆς, μὴ ἀπονεμόμενος διὰ κλήρου, πολλῶν χρημάτων ἐξαίρετον ἄνθος Αἰσχύλ. Ἀγ. 954˙ δώρημα ὁ αὐτ. Εὐμ. 402. κτλ.˙ οὕτως, ἐξ. τι διδόναι (ἴδε ἐξαιρέω ΙΙ), Ἡρόδ. 2. 98., 3. 84˙ ἐξ. τι ἐκτῆσθαι ὁ αὐτ. 8. 140, 2˙ λαμβάνειν Ξεν. Κύρ. 4, 29, κτλ. 2) ἐξῃρημένος, ἐξαίρετον τιθέναι τινά, ἐξαιρεῖν αὐτόν, Σοφ. Ἀποσπ. 822˙ ποιεῖσθαι Θουκ. 3. 68˙ δοῦναι Εὐρ. Ι. Τ. 755Ϗ οὐδ’ ἐστὶν ἐξ. ὥρα τις ἥν διαλείπει Δημ. 124. 4, πρβλ. Διον. Ἁλ. 6. 50˙ τριήρεις ἑκατὸν ἐξαιρέτους ἐψηφισάμεθα εἶναι, νὰ εἶναι κεχωρισμέναι πρὸς ἰδιαιτέραν χρῆσιν, Ἀνδοκ. 24. 21, πρβλ. Θουκ. 2. 24. 3) ἐξαιρετικός, οὐχὶ ὁ τυχών, οὐχὶ συνήθης, τάχα δὲ παθὼν ἐοικότ’ ἀνὴρ ἐξαίρετον ἕλε μόχθον, ἀλλὰ ταχέως ἔπαθεν ὁ ἀνὴρ ὅ,τι τῷ ἔπρεπε, κολασθεὶς δι’ ἐξαιρετικῆς τιμωρίας, περὶ τοῦ Ἰξίονος, ὅστις προσεδέθη ὑπὸ τοῦ Διὸς ἐπὶ ἀειδινήτου τροχοῦ, Πίνδ. Π. 2, 54˙ οὐδὲν ἐξ. οὐδὲ ἴδιον πεποίημαι Δημ. 319. 21˙ ἐξ. τῷ δήμῳ Ἀνδοκ. 24. 19˙ ἐξ. αὐτῷ τυραννίδα περιποιεῖσθαι Αἰσχίν. 66. 23, πρβλ. Ἰσοκρ. 120 Α˙ στρατηγία ἐξ., ἔκτακτος στρατ., Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 39˙ τούτῳ μόνῳ ἐξαίρετόν ἐστι ποιεῖν ὅ τι ἂν βούληται, οὗτος μόνος ἔχει τὸ ἐξαιρετικὸν προνόμιον νὰ πράττῃ ὅ τι ἂν θέλῃ, Λυσ. 116. 26, πρβλ. Δημ. 631. 7. - Ἐπίρρ. ἐξαιρέτως, ἐξαιρετικῶς, ἰδίως, πρὸ πάντων, Πλούτ. 2. 667F, κτλ., πρβλ. ἐξαιρέω ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mis de côté :
1 choisi, de choix, distingué, remarquable;
2 excepté : τινα ἐξαίρετον ποιεῖσθαι THC excepter qqn ; en parl. de choses exceptionnel, spécial, extraordinaire;
3 mis en réserve;
4 avec idée de temps différé.
Étymologie: ἐξαιρέω.
English (Autenrieth)
English (Slater)
ἐξαίρετος, -ον
a chosen, choice ἐξαίρετον Χαρίτων νέμομαι κᾶπον (O. 9.26) ἀγῶνα δ' ἐξαίρετον ἀεῖσαι Διός (O. 10.24) ἐξαίρετον γόνον ἰδὼν κάλλιστον ἀνδρῶν (P. 4.122) ἔτι καὶ Πυθῶθεν Ὀλυμπιάδων τ' ἐξαιρέτοις Ἀλφεοῦ ἔρνεσι φράξαι χεῖρα (I. 1.65) Τήνερον εὐρυβίαν θεμίτ[ων ] ἐξαίρετον προφάταν (Pae. 9.42) ἐμὲ δ' ἐξαίρετο[ν] κάρυκα σοφῶν ἐπέων Μοῖσ ἀνέστασ Ἑλλάδι Δ. 2. 23.
b exceptional ἀνὴρ ἐξαίρετον ἕλε μόχθον (P. 2.30) ἡσυχίαν καμάτων μεγάλων ποινὰν λαχόντ' ἐξαίρετον ὀλβίοις ἐν δώμασι (N. 1.70)