ἔναλος
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
ον,
A = ἐνάλιος, πόλις h.Ap.180, Critias Fr.2.7 D.; ἀκταί E. Hel.1130 (lyr.), Tim.Pers.109; πρῷραι E.El.1348 (anap.); ἔ. θρέμματα Arion 1.9; in later Prose, κώπη, opp. ἔξαλος, S.E.M.7.414.
German (Pape)
[Seite 826] = ἐνάλιος; H. h. Ap. 180; Eur. Hel. 1130 El. 1348; πόρος Archestr. Ath. VII, 278 d; Plut. τόποι, Arat. 50; κώπη Sext. Emp. adv. math. 7, 414, Ggstz ἔξαλος.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνᾰλος: -ον, = ἐνάλιος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 180 Εὐρ. Ἑλ. 1130, Ἠλ. 1348, Κριτίας παρ’ Ἀθην. 28Β˙ ἔναλα θρέμματα Ἀρίων ἐν Bgk. Λυρ. σ. 587.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἐνάλιος.
English (Slater)
ἔναλος
1 of the sea πολλοῖς μὲν ἐνάλου, ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις (expectes ἐνναλίου) ?fr. 357.