ἐπίχειρον

From LSJ
Revision as of 14:01, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίχειρον Medium diacritics: ἐπίχειρον Low diacritics: επίχειρον Capitals: ΕΠΙΧΕΙΡΟΝ
Transliteration A: epícheiron Transliteration B: epicheiron Transliteration C: epicheiron Beta Code: e)pi/xeiron

English (LSJ)

τό, (χείρ)

   A arm, LXX Je.31 (48).25.    II in pl., ἐπίχειρα, τά, prop. wages of manual labour : hence, wages, pay,    1 of reward, Ar.V.581, Trag.Adesp.116, Theoc.Ep.18.8 ; ἀρετῆς ἐ. Pl. R.608c ; ironically in D.Ep.3.38, Plb.8.12.5, etc.: rarely in sg., Id.38.3.2.    2 more freq. of punishment, τοιαῦτα τῆς ὑψηγόρου γλώσσης.. τἀπίχειρα γίγνεται A.Pr.321, cf. Antipho 1.20, Arr.Epict.3.24.24, Ph.1.512, etc.; τῆς προπετείας πικρὰ κομίζονται τἀ. Phld.Ir.p.32 W.; ξιφέων ἐ. λαχοῦσα the wages of the sword, i.e. slaughter by it, S.Ant.820 (lyr.). (Sts. written ἐπιχείρια in codd., vulg. in Hp. Praec.1.)

German (Pape)

[Seite 1003] τό, Handgeld, nur im plur., Lohn, Belohnung, καὶ ἆθλα ἀρετῆς Plat. Rep. X, 608 c; vgl. Ar. Vesp. 581; Theocrit. ep. 16, 8; Babr. 5, 9. – Im schlimmen Sinne, Strafe, τοιαῦτα μέντοι τῆς ἄγαν ὑψηγόρου γλώσσης τἀπίχειρα γίγνεται, das ist der Lohn, Aesch. Prom. 319; οὔτε ξιφέων ἐπίχειρα λαχοῦσα, d. i. nicht durchs Schwert getödtet, Soph. Ant. 814; τὰ ἐπίχειρα ἔχει Antiph. 1, 20; τῆς ἀγνοίας κομίζεσθαι Pol. 4, 63, 1; τῆς ῥᾳθυμίας, λιχνείας, Luc. Tim. 4 de merc. cond. 24 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίχειρον: τό, (χεὶρ) μόνον κατὰ πληθ. ἐπίχειρα, τά, κυρίως μισθὸς τῆς ἐργασίας τῶν χειρῶν· ἐντεῦθεν, μισθός, πληρωμή, ἢ 1) ἐπὶ ἀμοιβῆς, ἀνταμοιβῆς, Ἀριστοφ. Σφ. 586, Τραγ. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 586C, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 17. 8· ἀρετῆς ἐπίχειρα Πλάτ. Πολ. 608C· εἰρωνικῶς ἐν Δημ. 1484. 4, Πολυβ. 8. 14, 5: ― ἢ 2) συχνότερον ἐπὶ ποινῆς, τοιαῦτα τῆς ὑψηγόρου γλώσσης... τἀπίχειρα γίγνεται Αἰσχύλ. Πρ. 319, πρβλ. Ἀντιφῶντα 113. 33, κλ.· ξιφέων ἐπ. λαχοῦσα, τὸν μισθὸν τοῦ ξίφους, δηλ. τὸν δι’ αὐτοῦ θάνατον, Σοφ. Ἀντ. 820. Ἐν ἀντιγράφοις ἐνίοτε κακῶς, ἐπιχείρια, ὡς παρ’ Ἱππ. 26. 13.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
prix d’une entreprise, salaire, récompense ; en mauv. part châtiment : ξιφέων ἐπίχειρον SOPH salaire de l’épée, càd la mort par le glaive.
Étymologie: ἐπί, χείρ.

English (Slater)

ἐπῐχειρον pl.,
   1 wages εὐδοξίας δ' ἐπίχειρα δε[ (Pae. 14.31)

English (Slater)

ἐπῐχειρον pl.,
   1 wages εὐδοξίας δ' ἐπίχειρα δε[ (Pae. 14.31)