βαθύκολπος

Revision as of 14:02, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

ον,

   A with dress falling in deep folds (cf. βαθύζωνος), epith. of Trojan women, Il.18.122,339,24.215; of Nymphs, h.Cer.5, Ven.257; Muses, Pi.P.1.12; παρθένος (of Aegina) Id.Pae.6.135: hence, with deep, full breasts, ἐκ β. στηθέων A.Th.864(lyr.): metaph. of the earth, deep-bosomed, Pi.P.9.101.    2 simply, very deep, χειή Nonn.D.12.327; with deep foundations, ib.40.534; set deep, ὀχῆα ib.21.94.    3 = ἀρχαία, παλαιά, κοίλη, Hsch.

German (Pape)

[Seite 424] 1) tiefbusig, mit Gewändern, die tiefe Falten werfen, vgl. βαθύζωνος; bei Hom. nur von den Troischen Frauen, Iliad. 18, 122 Τρωιάδων καὶ Δαρδανίδων βαθυκόλπων, 18, 339 Τρωαὶ καὶ Δαρδανίδες βαθύκολποι, 24, 215 Τρωιάδων βαθυκόλπων; außerdem las Zenodot Iliad. 2, 484 μοῦσαι Ὀλυμπιάδες βαθύκολποι statt μοῦσαι Ὀλύμπια δώματ' ἔχουσαι; Scholl. Aristonic. zu der Stelle ὅτι Ζηνόδοτος γράφει Ὀλυμπιάδες βαθύκολποι. οὐδέποτε δὲ τὰς Ἑλληνίδας γυναῖκας βαθυκόλπους εἴρηκεν, ὥστε οὐδὲ τὰς Μούσας; vgl. Scholl. Aristonic. Iliad. 18, 339. 24, 215, Lehrs Aristarch. p. 119. Die Folgenden beachten den Homerischen Gebrauch nicht: Νύμφαι βαθύκολποι Hymn. Vener. 258; Μοῦσαι Pind. P. 1, 12 u. sp. D.; Aesch. στήθεα, vollbusig, Spt. 846, wie Einige auch die hom. Stellen erkl. – 2) γᾶ Pind. P. 9, 105, tiefe Busen, Thäler habend; so auch Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθύκολπος: -ον, ὁ ἔχων ἢ φορῶν ἱμάτιον σχηματίζον βαθείας πτυχὰς (πρβλ. βαθύζωνος), ἐπίθ. τῶν Τρῳάδων, Ἰλ. Σ. 122, 339., Ω 315· τῶν Νυμφῶν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 5, εἰς Ἀφροδ. 258. ΙΙ. ἡ ἔχουσα βαθέα, πλήρη στήθη, τ. ἔ. μαστοὺς πληροῦντας τὸ στῆθος, ἐκ β. στηθέων Αἰσχύλ. Θήβ. 864· μεταφ. ἐπὶ τῆς γῆς, ἔχουσα βαθείας κοιλάδας ἢ βαθὺ στῆθος (πρβλ. βαθύστερνος), Πίνδ. Π. 9. 177, Ν. 9. 60 2) ἁπλῶς, λίαν βαθύς, χειὴ Νόνν. Δ. 12. 327· οὕτω πιθ. πηγὴ βαθ. ὁ αὐτ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 17.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 c. βαθύζωνος;
2 aux seins profonds, càd robustes.
Étymologie: βαθύς, κόλπος.

English (Autenrieth)

deep-bosomed, i. e. with deep folds in the garment, above the girdle over which the folds fell; epith. of Trojan women. (Il.) (See cut.)

English (Slater)

βᾰθύκολπος, -ον
   1 with deep folds βαθυκόλπων τε Μοισᾶν (P. 1.12) ἀπὸ προθύρων βαθύκολπο̄ν ἀνερέψατο παρθένον Αἴγιναν (-κόλπων Maas) (Pae. 6.135) met., βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις (P. 9.101)

English (Slater)

βᾰθύκολπος, -ον
   1 with deep folds βαθυκόλπων τε Μοισᾶν (P. 1.12) ἀπὸ προθύρων βαθύκολπο̄ν ἀνερέψατο παρθένον Αἴγιναν (-κόλπων Maas) (Pae. 6.135) met., βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις (P. 9.101)