βαθύστερνος

From LSJ

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰθύστερνος Medium diacritics: βαθύστερνος Low diacritics: βαθύστερνος Capitals: ΒΑΘΥΣΤΕΡΝΟΣ
Transliteration A: bathýsternos Transliteration B: bathysternos Transliteration C: vathysternos Beta Code: baqu/sternos

English (LSJ)

βαθύστερνον, deep-chested, λέων Pi.I.3.12; β. αἶα deep-bosomed earth, Cypr. Fr.1; χθών Pi.N.9.25; πόντος Orph.H.17.3.

Spanish (DGE)

(βᾰθύστερνος) -ον
de amplio pecho, αἶα Cypr.1.2 (ap. crít.), χθών Pi.N.9.25, cf. Simm.Alae 1, Orph.H.26.6, πόντος Orph.H.17.3, λέων Pi.I.3.12.

German (Pape)

[Seite 425] mit starker Brust, λέων Pind. I. 3, 12; χθών N. 9, 25; αἶα, die breite Erdfläche, Homer. frg. 23, u. so öfter bei Sp., z. B. Orph. H. 25, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la poitrine profonde en parl. d'un lion ; p. anal. au sein profond en parl. de la terre, de la mer.
Étymologie: βαθύς, στέρνον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαθύστερνος -ον βαθύς, στέρνον met machtige borst (van een leeuw, maar ook van de aarde). Pind.

Russian (Dvoretsky)

βαθύστερνος: с крепкой или с широкой грудью (λέων, χθών Pind.).

English (Slater)

βᾰθύστερνος, -ον
1 deep bosomed, deep chested κοίλᾳ λέοντος ἐν βαθυστέρνου νάπᾳ (βαθυστέρνῳ e Σ Bergk: i. e. in Nemea) (I. 3.12) met., τὰν βαθύστερνον χθόνα (N. 9.25)

Greek Monolingual

βαθύστερνος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει βαθύ στέρνοβαθύστερνος λέων», Πίνδ.)
2. βαθύςβαθύστερνος χθών», «βαθύστερνος πόντος»).

Greek Monotonic

βᾰθύστερνος: -ον (στέρνον), αυτός που έχει μεγάλο στέρνο· βαθύστερνος λέων, σε Πίνδ.· πρβλ. βαθύκολπος.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθύστερνος: -ον, βαθύ, μέγα ἔχων στέρνον, λέων Πινδ. Ι. 3. 19· βαθ. αἶα, γῆ ἔχουσα εὐρὺ καὶ ἐκτεταμένον στῆθος, Ὁμ. Ἀποσπ. 23, πρβλ. Πινδ. Ν. 9. 59, καὶ ἴδε βαθύκολπος ΙΙ.

Middle Liddell

στέρνον
deep-chested, λέων Pind., cf. βαθύκολπος.