ἀμπέλινος
Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein
English (LSJ)
ον, also η, ον, = foreg.,
A καρπός Hdt.1.212; οἶνος ἀ. grape-wine, opp. οἶνος κρίθινος, etc., Id.2.37,60; φύλλα Arist.PA668a23; ἀ. βακτηρία vine-stick, Plb.29.27.5. II metaph., γραῦς ἀμπελίνη anus vinosa, AP7.384 (Marc.Arg.).
German (Pape)
[Seite 128] auch 2, dasselbe, Her., καρπός 1, 212; οἶνος 2, 37, Traubenwein; φύλλα, Weinblätter, Arist. anim. 3; βακτηρία, Stock aus einer Weinrebe, Pol. 29, 11, 5; κλῆμα, Weinranke, Plut. Caes. 9. – Aber γραῦς ἀμπελίνη, eine versoffene Alte, Marc. Arg. 30 (VII, 384).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπέλινος: -ον, ὡσαύτως η, ον, = ἀμπέλειος, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ἄμπελον, καρπὸς Ἡρόδ. 1. 212· οἶνος ἀμπ. = οἶνος ἐκ σταφυλῶν, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ οἶνος κρίθινος κτλ., ὁ αὐτ. 2. 37, 60· φύλλα Ἀριστ. π. Μορ. Ζ. 3. 5, 10· ἀμπ. βακτήρια, ῥάβδος ἐκ κληματίδος, Λατ. vitis, Πολύβ. 29. 11, 5. ΙΙ. μεταφ., γραῦς ἀμπελίνη, anus vinosa, μεθυσμένον γραΐδιον, Ἀνθ. Π. 7. 384.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de vigne, de raisin.
Étymologie: ἄμπελος.