ἀμαιμάκετος

Revision as of 14:11, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

English (LSJ)

η, ον, also ος, ον Hes.Sc.207:—

   A irresistible, old Ep. word, also in Lyr. and Trag. (lyr.); of Chimaera, Il.6.179, 16.329; of fire vomited by her, Hes.Th.319; of fire generally, S.OT177; θάλασσα, πόντος, Hes.Sc.207, Pi.P.1.14; of ship's mast, proof against any strain, Od.14.311; of the trident, Pi.I.8(7).37; ἀ. μένος, κινηθμός, P.3.33, 4.208; νεῖκος stubborn, B.10.64; of the Furies, S.OC127; ἀ. βυθοῖς in unfathomable depths, IG3.900. [Usu. derived fr. - intens., μαιμάω, i. e. furious; but apptly. connected with ἄμαχος by Poets.]

German (Pape)

[Seite 114] η, ον, sehr lang; das erste α ist intens. (oder euphon.), μαι ist eine nicht ungewöhnliche Art von Reduplication, μάκετος verhält sich zu μακρός, μῆκος, wie πάχετος Od. 8, 187. 23, 191 zu παχύς, πάχος, πῆχυς; vgl. περιμήκετος Iliad. 14, 287 Od. 6, 103; Hom. dreimal, Od. 14, 311 ἱστὸν ἀμαιμάκετον νηός, Iliad. 6, 179. 16, 329 Χίμαιραν ἀμαιμακέτην; nämlich der Leib des Ungethüms ist wirklich sehr lang, 6, 181 πρόσθε λέων, ὄπιθεν δὲ δράκων, μέσση δὲ χίμαιρα; Homer setzt hinzu δεινὸν ἀποπνείουσα πυρὸς μένος αἰθομένοιο; dies mißverstand Hesiod., als sei es Erklärung des ἀμαιμακέτην, u. sagt deshalb Th. 319 Χίμαιραν ἔτικτε, πνέουσαν ἀμαιμάκετον πῦρ; sodann bezeichnete man durch das Wort alles Große, Furchtbare, Gewaltige; man stellte eine Etymologie = ἄμαχος auf, unbezwinglich; Pind. πόντος P. 1, 14 (vgl. βύθοι Anth. App. 234); τριόδους I. 7. 35; μένος P. 3, 33; κινηθμὸς πετρᾶν P. 4, 308; Soph. πῦρ O. R. 177 ch., die Eumeniden O. C. 127 ch.; βασιλῆες Orph. Arg. 518; κρᾶς ταύρου Ant. Sid. 115 (VI, 18); öfter sp. Ep.; θήρ Theocr. 25, 258.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμαιμάκετος: -η, -ον, ὡσαύτως, ος, ον, Ἡσ.: - ἀκατάσχετος, φοβερός, χαλεπός, ἄμαχος, ἀκαταγώνιστος, ἀρχαία Ἐπ. λέξις, ἐν χρήσει καὶ παρὰ λυρ. ποιηταῖς: περὶ τῆς χιμαίρας, Ἰλ. Ζ. 179, Π. 329· περὶ τοῦ πυρὸς τὸ ὁποῖον αὕτη ἐξερεύγεται, Ἡσ. Θ. 319· περὶ τοῦ πυρὸς ἐν γένει, Σοφ. Ο. Τ. 177· περὶ τῆς θαλάσσης, Ἡσ. Ἀσπ. 207, Πινδ. Π. 1. 28· ἐπὶ ἰσχυροῦ, ἀκαταβλήτου ἱστοῦ, Ὀδ, Ξ. 311· ἐπὶ τῆς τριαίνης, Πινδ. Ι. 8 (7). 74: ἀμ. μένος, κινηθμός, ὁ αὐτ. Π. 3. 58., 4. 370· ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Σοφ. Ο. Κ. 127· ἀμ. βυθοῖς, εἰς ἀκαταμέτρητα βάθη, Συλλ. Ἐπιγρ. 434· (πιθ. ἐκ τοῦ ἄμαχος, ἀμάχετος, διά τινος ἀναδιπλασιασμοῦ· πρβλ. ἀταρτηρός).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 invincible, irrésistible ; redoutable;
2 fort, solide.
Étymologie: ἀ, μαιμάσσω.

English (Autenrieth)

doubtful word, unconquerable, monstrous; epith. of the Chimaera, Il. 6.179 and Il. 16.329; of a floating mast, ‘huge,’ Od. 14.311.