δρόσος

From LSJ
Revision as of 14:12, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 468
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρόσος Medium diacritics: δρόσος Low diacritics: δρόσος Capitals: ΔΡΟΣΟΣ
Transliteration A: drósos Transliteration B: drosos Transliteration C: drosos Beta Code: dro/sos

English (LSJ)

ἡ,

   A dew, Hdt.2.68, Pl.Ti.59e: pl., A.Ag.336, S.Aj.1208 (lyr.), etc.    2 in Poets, pure water, ποντία δ. A.Eu.904; δρόσῳ ἐναλίᾳ, θαλασσίᾳ, E.IT255, 1192; ποταμίᾳ δ. Id.Hipp.127 (lyr.); ποταμίαισι δρόσοις ib.78; ἐπὶ κρηναίαισι δρόσοις Id.IA182 (lyr.); δρόσος alone, Ἀχελῴου δ. Id.Andr.167; καθαραῖς δρόσοις Id.Ion 96 (lyr.); ἐκ ποταμῶν δρόσον ἄρατε Ar.Ra.1339.    3 of other liquids, δ. ἀμπέλου Pi.O.7.2; δ. φοινία A.Ag.1390, etc.; ἀπόπτυστος Ar.Eq. 1285; of oil, AP5.3 (Phld.); of honey, Philostr.Her.19.19; δ. καλάμου sugar, Antyll. ap. Orib.10.27.18: metaph., δρόσος κώμων Pi.P. 5.99.    4 down on the cheek, δ. καὶ χνοῦς Ar.Nu.978, cf. Plu.2.79d.    II metaph., the young of animals, A.Ag.141 (lyr., pl.): in sg., δ. Ἡφαίστοιο Call.Hec.1.2.3.

German (Pape)

[Seite 668] ἡ, der Thau, Plat. Tim. 59 e u. A.; im plur., Aesch. Ag. 327. 547, wie Soph. Ai. 1187. – Uebertr., von jedem Wasser, ποντία δρόσος, Meerwasser, Aesch. Eum. 864, wie ἐναλία, θαλασσία, Eur. I. T. 255. 1192; ποταμία, Hipp. 127; κρηναῖαι I. A. 182; ἐκ ποταμῶν δρόσον ἄρατε Ar. Ran. 1339. Auch φονία, Blut, Aesch. Ag. 1363; ἀμπέλου, Wein, Pind. Ol. 7, 2; vgl. P. 5, 20. 60; ἐλαιηρή, Oel, Philod. 17 (V, 4); ἀπόπτυστος, = σπέρμα, Ar. Equ. 1285; Honig, Philostr., wo Iac. p. 134 zu vgl. Uebh. alles Weiche, Zarte; von jungen Thieren, Aesch. Ag. 139; καὶ χνοῦς, Flaumhaar, Ar. Nubb. 972. Vgl. ἔρση.

Greek (Liddell-Scott)

δρόσος: ἡ· (πρβλ. Σανσκρ. ras-as (sucus), Λατ. ros, Σλαυ. rosa· ἴδε ὡσαύτως ἕρση)·- «δροσιά», Ἡρόδ. 2. 68, Πλάτ. Τιμ. 59Ε· καὶ ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 336, Σοφ. Αἴ. 1208, κτλ.·- ἡ Ὁμηρικὴ λέξις εἶνε ἕρση, ἐέρση. 2) παρὰ ποιηταῖς, ὕδωρ, ποντία δρ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 904· δρόσῳ ἐναλίᾳ, θαλασσίᾳ, Εὐρ. Ι. Τ. 255, 1192· ποταμίᾳ δρ. ὁ αὐτ. Ἱππ. 127· ποταμίαισι δρόσοις αὐτόθι 77· ἐπὶ κρηναίαισι δρόσοις ὁ αὐτ. Ι. Α. 182· ὡσαύτως μόνον δρόσος, Ἀχελῴου δρ. ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 167· καθαραῖς δρόσοις ὁ αὐτ. Ἴωνι 97· ἐκ ποταμῶν δρόσον ἄρατε Ἀριστοφ. Βατρ. 1339· πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου rore puro Castaliae. 3) ἐπὶ ἄλλων ὑγρῶν ἢ ποτῶν, δρ. ἀμπέλου Πίνδ. Ο. 7. 2· δρ. φονία Αἰσχύλ. Ἀγ. 1390, κτλ.·- μεταφ., δρόσος ὕμνων Πίνδ. Π. 5. 134· πρβλ. ἄρδω. ΙΙ. ὡς τὸ ἕρση ΙΙ, μεταφ., τὰ νεογνὰ τῶν ζῴων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 141.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
I. rosée ; fig. en parl. de toute chose tendre ou délicate (petit d’un animal, etc.) ; duvet naissant;
II. p. ext.
1 eau, particul. eau de mer, eau de fleuve, eau de source;
2 en gén. tout liquide.
Étymologie: DELG étym. obscure.