ἐναλλάξ
Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger
English (LSJ)
Adv.
A crosswise, οὐδ' ἴσχειν τὼ πόδ' ἐ. Ar.Nu.983, cf. Hp.Mul.2.144,IG22.463.80. 2 Math., alternando, Arist.EN1131b6, APo.74a18,99a8; permutando, Euc.5Def.12. 3 alternately, Pi.N.10.55, Pl.Criti.113d, 119d; [γέρανοι] καθεύδουσιν ἐπὶ ἑνὸς ποδὸς ἐ. Arist.HA614b25; ἐ. ἐναντίως alternately contrariwise, Id.IA712a13; of the teeth of carnivorous animals, ἐ. ἐμπίπτουσιν Id.PA 661b21; πρήσσειν ἐ. to have alternations of fortune, Hdt.3.40: c.dat., ἤν τε μὴ ἐ. αἱ εὐτυχίαι τοι τῇσι πάθῃσι προσπίπτωσι alternately with misfortunes, ibid.; ἐ. ἀλλήλοις Aen. Tact.26.1: c.gen., D.S.5.7. 4 in inverted order, upside down, Lib.Descr.13.8.
German (Pape)
[Seite 826] wechselsweis, abwechselnd; ἀμειβόμενος Pind. N. 10, 55; Her. 3, 40; ἴσχειν τὼ πόδ' ἐν., kreuzweis, Ar. Nubb. 983; οἷ δὴ δι' ἐνιαυτοῦ πέμπτου, τοτὲ δὲ ἐν. ἕκτου ξυνελέγοντο Plat. Criti. 119 d; τινός, D. Sic. 5, 7; ἀλλήλοις, Aen. Tact. 26; αἱ ἐν. γωνίαι, Wechselwinkel, Euclid.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναλλάξ: ἐπίρρ., (ἐναλλάσσω) οὐδ’ ἴσχειν τὸν πόδ’ ἐν., οὐδ’ ἔχειν τὸν ἕνα πόδα ἐπὶ τοῦ ἄλλου, Ἀριστοφ. Νεφ. 983˙ ἐπὶ τῶν ὀδόντων τῶν σαρκοφάγων ζῴων, ἐναλλὰξ ἐμπίπτουσιν Ἀριστ. π. Ζ. Μ. 3. 1, 5, πρβλ. ἐπαλλάσσω ΙΙ˙ παρὰ τοῖς Μαθ., κατ’ ἐναλλαγήν, ἔσται ἄρα ὡς ὁ α ὅρος πρὸς τὸν β, οὕτως ὁ γ πρὸς τὸν δ, καὶ ἐναλλὰξ ἄρα, ὡς α πρὸς τὸν γ, ὁ β πρὸς τὸν δ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 6, 11, πρβλ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 5, 3., 2. 17, 2. 2) ἐναλλάξ, ἀμοιβαδόν, Λατ. vicissim, Πίνδ. Ν. 10. 103, Πλάτ. Κριτί. 113D, 119D· γέρανοι καθεύδουσιν ἐπὶ ἑνὸς ποδὸς ἐναλλὰξ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 10, 2, κ. ἀλλ. ˙ ἐναλλὰξ πρήσσων, δηλ. ὁτὲ μὲν εὐπραγῶν, ὁτὲ δὲ δυσπραγῶν, Ἡρόδ. 3. 40˙ μ. δοτ., ἢν δὲ μὴ ἐναλλὰξ αἱ εὐτυχίαι τοι αὐτῇσι πάθῃσι προσπίπτωσι αὐτόθι˙ ὡσαύτως μετὰ γεν., Διόδ. 5. 7.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 à l’inverse, inversement;
2 en alternant ; alternativement, tour à tour : ἐναλλὰξ πρήσσειν HDT avoir des vicissitudes de fortune ; ἐναλλὰξ τὼ πόδε ἴσχειν croiser les jambes.
Étymologie: ἐναλλάσσω.