θεμιστός
From LSJ
Βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται → Reddenda cunctis vita tamquam debitum → Den Tod erleiden schulden alle Sterblichen
English (LSJ)
ή, όν,= θεμιτός, A.Th.694 (lyr.). Adv.-τῶς cj. in Id.Ch. 645(lyr.). II oracular, ὕμνοι Pi.Fr.192; cf. θέμις 111.1.
German (Pape)
[Seite 1194] eigtl. nach altem Brauch erlaubt, gesetzmäßig, durch Gesetz u. Sitte gestattet; Pind. frg. 204; αἵματος οὐ θεμιστοῦ Aesch. Spt. 678; adv., Διὸς σέβας παρεκβάντες οὐ θεμιστῶς Ch. 635. Vgl. θεμιτός.
Greek (Liddell-Scott)
θεμιστός: -ή, -όν, = θεμιτός, Ἀρχίλ. 79 (κατὰ Bgk.), Αἰσχύλ. Θήβ. 694. - Ἐπίρρ. -τῶς, ὁ αὐτ. Χο. 645. ΙΙ. μαντικός, ὕμνοι Πίνδ. Ἀποσπ. 204˙ πρβλ. θέμις ΙΙ. 1.