θεμιστός

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεμιστός Medium diacritics: θεμιστός Low diacritics: θεμιστός Capitals: ΘΕΜΙΣΤΟΣ
Transliteration A: themistós Transliteration B: themistos Transliteration C: themistos Beta Code: qemisto/s

English (LSJ)

θεμιστή, θεμιστόν, = θεμιτός, A.Th.694 (lyr.). Adv. θεμιστῶς cj. in Id.Ch. 645(lyr.).
II oracular, ὕμνοι Pi.Fr.192; cf. θέμις III.1.

German (Pape)

[Seite 1194] eigtl. nach altem Brauch erlaubt, gesetzmäßig, durch Gesetz u. Sitte gestattet; Pind. frg. 204; αἵματος οὐ θεμιστοῦ Aesch. Spt. 678; adv., Διὸς σέβας παρεκβάντες οὐ θεμιστῶς Ch. 635. Vgl. θεμιτός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. θεμιτός.
Étymologie: adj. verb. de θεμίζω.

Russian (Dvoretsky)

θεμιστός: Pind., Aesch. = θεμιτός.

Greek (Liddell-Scott)

θεμιστός: -ή, -όν, = θεμιτός, Ἀρχίλ. 79 (κατὰ Bgk.), Αἰσχύλ. Θήβ. 694. - Ἐπίρρ. -τῶς, ὁ αὐτ. Χο. 645. ΙΙ. μαντικός, ὕμνοι Πίνδ. Ἀποσπ. 204· πρβλ. θέμις ΙΙ. 1.

English (Slater)

θεμιστός oracular n. pl. pro subs. Δελφοὶ θεμιστῶν μάντιες Ἀπολλωνίδαι (ὕμνων post θεμίστων del. Heyne: θεμίτων coni. Turyn) fr. 192.

Greek Monolingual

θεμιστός, -ή, -όν (Α) θέμις (Ι)]
1. θεμιτός, όσιος, νόμιμος («αἵματος οὐ θεμιστοῦ», Αισχύλ.)
2. χρησμοδοτικός, μαντικός.
επίρρ...
θεμιστῶς (Α)
νόμιμα, δίκαια.

Greek Monotonic

θεμιστός: -ή, -όν, = θεμιτός, σε Αισχύλ.· επίρρ. -τῶς, στον ίδ.

Middle Liddell

θεμιστός, ή, όν = θεμιτός, Aesch.:—adv. -τῶς, Aesch.]