ἀλαλάζω
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
English (LSJ)
fut. -άξομαι v.l. in E.Ba.593,
A -άξω LXX Ez. 27.30: aor. ἠλάλαξα E.HF981, X. (v. infr.), poet. ἀλάλαξα Pi.O.7.37:—Med., S.Fr.534, Arr.An.5.10.3: (formed from the cry ἀλαλαί): —raise the war-cry, τῷ Ἐνυαλίῳ ἠλάλαξαν (as v.l. for ἠλέλιξαν) X.An.5.2.14, cf.6.5.27; Med., Arr.l.c.: c.acc. cogn., νίκην ἀλαλάζειν shout the shout of victory, S.Ant.133. 2 generally, cry, shout aloud, Pi.l.c., E.El.855; esp. in orgiastic rites, A.Fr.57; of Bacchus and Bacchae, E.Ba.593 (in Med.), 1133, etc.; ὠλόλυξαν αἱ γυναῖκες, ἠλάλαξαν δὲ οἱ ἄνδρες Hld.3.5. 3 rarely of a cry of pain or grief, ἠλάλαζε δυσθνἥσκων φόνὡ E.El.843, LXX Je.4.8, al., Ev.Marc. 5.38, Plu.Luc28. II rarely also of other sounds than the voice, sound loudly, ψαλμὸς δ' ἀλαλάζει A.Fr.57; κύμβαλον ἀλαλάζον 1 Ep.Cor.13.1.—Poet. word, used by X. and in late Prose.
German (Pape)
[Seite 88] (aor. ἀλαλάξαι), das Kriegsgeschrei, ἀλαλά, beim Beginne der Schlachten zu Ehren des Kriegsgottes erheben; Pind. Ol. 7, 37; oft Xen., z. B. Hell. 4, 3, 17 An. 5, 2, 11; Plut., z. B. Flam. 4 Lucull. 28. – Soph. verb. es mit acc., νίκην ἀλαλάξαι, den Sieg jubelnd verkünden, Ant. 133. Auch vom Klagegeschrei, Eur. El. 483; vom Angstgeschrei, Plut. Luc. 28. Uebh. laut ertönen, ψαλμὸς ἀλαλάζει Aesch. frg. 54. – Das Med. in derselben Bdtg, ἀλαλάξομαι Eur. Bacch. 585; ἀλαλάζοντο Arr. 10, 5, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλαλάζω: μέλλ. -άξομαι, Εὐρ. Βάκχ. 593· -άξω, Ἑβδ.: ἀόρ. ἠλάλαξα, Εὐρ., Ξεν. κτλ.· ποιητ. ἀλάλαξα, Πινδ. Ο. 7. 69: - Μέσ. Σοφ. Ἀποσπ. 479, Ἀρρ. Ἀν. 5. 10 (ἐσχηματίσθη ἐκ τῆς κραυγῆς ἀλαλαί, ἀλαλή, ὡς τὰ ἐλελίζω (Β), ὀλολύζω, ἐξ ὁμοίων ἤχων: πρβλ. ἀν-, ἐπ-, συναλαλάζω). Ἐγείρω πολεμικὴν κραυγήν, τῷ Ἐνυαλίῳ ἠλάλαξαν (ἑτέρα γραφὴ ἠλέλιξαν), Ξεν. Ἀν. 5. 2, 14, πρβλ. 6.5, 27· οὕτω δὲ καὶ ἐν μέσ., Ἀρρ. ἔνθ’ ἀνωτ. μετὰ συστοίχου αἰτιατ. νίκην ἀλαλάζειν, ἐγείρειν κραυγὴν νίκης, Σοφ. Ἀντ. 133. 2) καθόλου, κραυγάζω ἢ φωνάζω ἰσχυρῶς, Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ.· ἐπὶ τοῦ Βάκχου καὶ τῶν Βάκχων, Εὐρ. Βάκχ. 593, 1133, κτλ. 5) σπανίως ἐπὶ κραυγῆς προερχομένης ἐκ πόνου, ἠλάλαζε δυσθνῆσκον φόνῳ, Εὐρ. Ἠλ. 843 (ἔνθα ὁ Valck. ἐσφάδαζε), Εὐαγγ. Κ. Μάρκ. ε΄, 38., Πλούτ. Λούκ. 28. ΙΙ. σπανίως καὶ ἐπὶ ἄλλων ἤχων παρὰ τὴν φωνήν, ἰσχυρῶς ἠχῶ, ψαλμὸς δ’ ἀλαλάζει, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55· κύμβαλον ἀλαλάζον Ἐπιστ. πρὸς Κορ. Α΄ ιγ΄, 1· πρβλ. ἀλαλαγμὸς ΙΙ, ἀλαλητός - Λέξις ποιητ. ἐν χρήσει παρὰ Ξεν. καὶ παρὰ τοῖς μεταγενεστ. πεζοῖς.
French (Bailly abrégé)
impf. ἠλάλαζον, f. ἀλαλάξομαι, ao. ἠλάλαξα, pf. inus.
I. intr.
1 pousser le cri de guerre en marchant à l’ennemi ; τῷ Ἐνυαλίῳ XÉN en l’honneur d’Ényalos;
2 pousser un grand cri en gén.
II. tr. annoncer avec des cris de joie, proclamer, acc..
Étymologie: ἀλαλή.