ἄτερθε
τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution
English (LSJ)
[ᾰ], before a vowel ἀτέραμν-θεν, Aeol. ἄτερθα Hdn.Gr.2.192,
A = ἄτερ, Pi.O.9.78, etc.: c.gen., ἄ. πτερύγων A.Supp.783 (lyr.); λατρῶν ἄ. ib.1011; ἄ. τοῦδε S.Aj.645 (lyr.). II as Adv., aloof, apart, Pi.P.5.96.
German (Pape)
[Seite 385] vor Vokalen ἄτερθεν, = ἄτερ, poet., τινός Pind. Ol. 9, 84; Tragg., z. B. Aesch. Suppl. 764 Soph. Ai. 630; Sp.
French (Bailly abrégé)
dev. une voy. ἄτερθεν;
prép. avec le gén. : à part de, à l’exclusion de ; sans.
Étymologie: ἄτερ, -θε.
English (Slater)
ᾰτερθε, ἄτερθεν
a prep. c. gen., apart from παραγορεῖτο μή ποτε σφετέρας ἄτερθε ταξιοῦσθαι δαμασιμβρότου αἰχμᾶς (O. 9.78) ξένοι ἔφθινον ἄτερθεν τεκέων ἀλόχων τε (Pae. 8.77)
b adv., apart, separately ἄτερθε δὲ πρὸ δωμάτων ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ ἐντί (διακεχωρισμένος τῶν ἄλλων βασι- λέων ἐν τῇ Κυρήνῃ πρὸς τὰ τελευταῖα τῆς ἀγορᾶς κεῖται τεθνηκὼς ὁ Βάττος. Σ.) (P. 5.96)
c frag. ]ει τις ἄτερθεν[ Πα. 13b. 13. ἄτερθ[εν P. Oxy. 2622, fr. 117 ad ?fr. 346.