κρανίον
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
English (LSJ)
τό, (κάρα)
A upper part of the head, skull (κεφαλῆς τὸ τριχωτὸν μέρος Arist.HA491a31, cf. Gal.2.739); of horses, ὅθι τε πρῶται τρίχες ἵππων κρανίῳ ἐμπεφύασι Il.8.84; of men, Pi.I.4(3).54, E.Cyc.683, Cratin.71, Pl.Euthd.299e, etc.: generally, head, Amphis 16. II headache, Hippiatr.103 (v.l. κατακράνιον).
German (Pape)
[Seite 1500] τό, der Form nach dim. von κρᾶνον, der Scheitel des Kopfes, nach Arist. H. A. 2, 75 τριχωτὸν κεφαλῆς μέρος; bei Hom. auch von Pferden, ὅθι τε πρῶται τρίχες ἵππων κρανίῳ ἐμπεφύασι Il. 8, 84; Pind. I. 3, 72; τὸ κρανίον παί. σας κατέαγα, die Hirnschale, Eur. Rhes. 679; Plat. Euthyd. 299 e Conv. 195 e; Sp., wie Lucill. 2 (XI, 258); der Kopf, Amphis bei Ath. VII, 295 d.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾱνίον: τό, (κάρα), τὸ ἀνώτατον μέρος τῆς κεφαλῆς, «κρανί», (κεφαλῆς τὸ τριχωτὸν μέρος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 7, 1), ἐπὶ ἵππων, ὅθι τε πρῶται τρίχες ἵππων κρανίῳ ἐμπεφύασι Ἰλ. Θ. 84· ἐπὶ ἀνδρῶν, Πινδ. Ι. 4. 92 (3. 72), Εὐρ. Κύκλ. 679, Κρατῖν. ἐν «Θρᾴτταις» 1, Πλάτ. Εὐθύδ. 299E, κτλ.· ― καθόλου, ἡ κεφαλή, Ἄμφις ἐν «Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας» 1.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
crâne.
Étymologie: dim. (métaph.) de κράνος.
English (Slater)
κρᾱνῐον
1 skull Ἀνταίου δόμους προσπαλαίσων ἦλθ' ἀνὴρ τὰν πυροφόρον Λιβύαν, κρανίοις ὄφρα ξένων ναὸν Ποσειδάωνος ἐρέφοντα σχέθοι, υἱὸς Ἀλκμήνας (I. 4.54)