τέθμιος

From LSJ
Revision as of 14:40, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τέθμιος Medium diacritics: τέθμιος Low diacritics: τέθμιος Capitals: ΤΕΘΜΙΟΣ
Transliteration A: téthmios Transliteration B: tethmios Transliteration C: tethmios Beta Code: te/qmios

English (LSJ)

   A v. θέσμιος, τεθμός, v. θεσμός. τεθμοφούλαξ, v. θεσμοφύλαξ.

German (Pape)

[Seite 1079] dor. statt θέσμιος, festgesetzt, gesetzmäßig, herkömmlich; ἑορτὰν Ἡρακλέος τέθμιον, Pind. N. 11, 27; τέθμιόν μοί φαμι σαφέστατον εἶναι, I. 5, 20, das von mir aufgestellte Gesetz; sp. D., wie Opp. Cyn. 1, 450 u. Anth.

Greek (Liddell-Scott)

τέθμιος: -ον, ἢ α, ον, Δωρ. ἀντὶ θέσμιος, τεθειμένος, ὡρισμένος, κανονικός, Λατ. solennis, ἑορτὴν Ἡρακλέος τέθμιον Πινδ. Ν. 11. 35· τέθμιαι ὧραι Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 87. ΙΙ. τέθμιον, τό, = τῷ ἑπομ., νόμος, Πινδ. Ι. 6 (5), 28, πρβλ. Καλλ. εἰς Ἄρτ. 174, εἰς Δήμ. 12, Ὀππ. Κυν. 1. 450.

French (Bailly abrégé)

dor. c. θέσμιος.

English (Slater)

τέθμιος, -ον
   1 established by law πενταετηρίδ' ἑορτὰν Ἡρακλέος τέθμιον κωμάσαις (N. 11.27) n. s. pro subs., ὔμμε τ, ὦ χρυσάρματοι Αἰακίδαι, τέθμιόν μοι φαμὶ σαφέστατον ἔμμεν ῥαινέμεν εὐλογίαις law (I. 6.20)