ἀγώγιμος
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ον, of things,
A capable of being carried, τρισσῶν ἁμαξῶν . . ἀ. βάρος enough to load, E.Cyc.385; τὰ ἀ. things portable, wares, Pl. Prt.313c, X.An.5.1.16, etc.; ἄλλο δὲ μηδὲν ἀ. ἄγεσθαι ἐν τῷ πλοίῳ D.35.20. II of persons, liable to seizure, X.HG7.3.11, cf. D. 23.11, Plu.Sol.13, BGU1116.27 (13 B.C.):—also of things, D.H.5.69. 2 easily led, pliable, Plu.Alc.6. III Act., ἀγώγιμον, τό, love-charm, philtre, Plu.2.1093d, cf. PMag.Lond.121.295: pl., PMag.Par.1.2231.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγώγιμος: -ον, εὔκολος εἰς τὸ νὰ ἄγηται, ὃν δύναταί τις νὰ φέρῃ, τρισσῶν ἁμαξῶν... θάρρος, ἱκανὸν ἵνα φορτώσῃ τις τρεῖς ἁμάξας, Εὐρ. Κύκλ. 385‧ τὰ ἀγώγιμα, πράγματα μετακομιστά, ἐμπορεύματα, Πλάτ. Πρωτ. 313C, Ξεν. Ἀν. 5, 1, 16, κτλ‧ ἄλλο δὲ μηδὲν ἀγώγιμον ἄγεσθαι ἐν τῷ πλοίῳ, Δημ. 929. 17. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων ὁ ὢν καταδικασμένος καὶ προγεγραμμένος, Sneid. Ξεν. Ἑλλ. 7. 3, 11‧ ὅστις δέον νὰ παραδοθῇ εἰς δουλείαν, Δημ. 624. 12, Πλουτ. Σόλ. 13: - οὕτω καὶ ἐπὶ πραγμάτων, πρᾶγμα, τὸ ὁποῖον ὑπόκειται εἰς κατάσχεσιν, Διον. Ἁλ. 5. 69. 2) εὐκόλως ἀγόμενος, ευάγωγος, Πλουτ. Ἀλκ. 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qu’on peut conduire, transporter : τὸ αγώγιμον, τὰ ἀγώγιμα, la cargaison, les marchandises;
2 qui peut être emmené en prison, que le premier venu peut arrêter;
3 à Athènes, avant les réformes de Solon débiteur adjugé à son créancier qui l’emmenait soit pour l’employer comme esclave, soit pour le vendre;
4 qui se laisse aller à, enclin à.
Étymologie: ἀγωγή.
Spanish (DGE)
(ἀγώγῐμος) -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
I de cosas
1 que puede ser llevado o transportado τρισσῶν ἁμαξῶν ὡς ἀγώγιμον βάρος E.Cyc.385
•subst. τὰ ἀ. lo que se puede transportar, mercancía Pl.Prt.313c, X.An.5.1.16, D.35.20, Arist.Mete.359a8, Aen.Tact.28.3, Philostr.Im.2.15.1, VA 3.35, D.C.74.12.3, SB 13775.7 (III d.C.).
2 que puede ser capturado o confiscado D.H.5.69, εἶν[αι τὰ χρήματα αὐτοῦ ἀγώγιμα IG 22.125.14 (IV a.C.), μὴ ἦι ἀγώγιμος μηθεὶς μηθαμόθεν ... μήτε τὰ χρήματα αὐτῶν FD 2.68.68 (II a.C.).
II de pers.
1 que puede ser llevado ante un tribunal X.HG 7.3.11, D.23.11, ἔστωσαν ἐντὸς] τῆς Εὐβοίας ἀγώγιμοι IG 12(9).207.44 (Eretria III a.C.)
•que puede ser detenido y entregado en esclavitud (esp. de deudores), Plu.Sol.13, ἐὰν παραβαίνω(σιν) εἶναι αὐτο(ὺς) παραχρῆ(μα) ἀγωγίμο(υς) SB 14375.24 (I a.C.), cf. BGU 1159.8 (I a.C.), D.H.5.64
•gener. que puede ser obligado ἄλλῳ γὰρ οὐδενὶ ἀ. ἐστι ἐπιτ[ρο] πεύει<ν> pues no está obligado a ser tutor de ningún otro, SB 7558.17 (II d.C.)
•subst. ὁ ἀ. culpable Pall.V.Chrys.8.93.
2 que se deja guiar, arrastrar ἀ. πρὸς ἡδονάς de Alcibíades, Plu.Alc.6.
III subst. τὸ ἀ. lo que atrae, encantamiento, filtro de amor Plu.2.1093d, φίλτρα καὶ ἀγώγιμα Iren.Lugd.Haer.1.13.5, τὰ ἀγώγιμα εἰς φίλτρον ἀκόλαστον κα[ὶ ἐρασ] τικόν Didym.in Zacch.1.391, cf. PMag.4.2231, 7.295.