ἀδυνατέω
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
English (LSJ)
of persons,
A to be ἀδύνατος, lack strength, Epich.266, Arist.Somn.Vig.454a27: c. inf., to be unable to do, Hp.de Arte7, Pl.R. 366d, X.Mem.1.2.23, Arist.EN1165b22, Pol.1287b17, etc. II of things, to be impossible, LXX Jb.10.13, Phld.Ir.p.98 W., Ev.Matt.17.20, Ev.Luc.1.37, Ps.-Callisth.3.26.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδῠνᾰτέω: ἐπὶ προσώπων: εἶμαι ἀδύνατος, δὲν ἔχω δύναμιν, Ἐπιχ. 147, Ahr., Πλάτ. Πολ. 366D, Ἀριστ. περὶ Ἐνυπν. 1. 8: - μετ’ ἀπαρεμ.: εἶμαι ἀνίκανος νά..., Ξεν. Ἀπομ. 1. 2. 23, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 4, 10, Πολ. 3. 16, 10. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων: εἶναί τι ἀδύνατον, Εὐαγγ. Ματθ. ιζ΄, 20. Εὐαγγ. Λουκ. α΄, 37· πρβλ. Ἑβδ. (Γέν. ιη΄, 14).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être impuissant, être incapable de.
Étymologie: ἀδύνατος.
Spanish (DGE)
1 tener debilidad, no tener fuerza de pers., Hp.Morb.3.5, Arist.Somn.Vig.454a27, ἐν τῷ γήρᾳ Arist.Oec.1343b23, ὑπὸ κόπου καὶ τῶν τραυμάτων Plb.16.33.4, c. dat. τοῖς ὀφθαλμοῖς PEnteux.26.3 (III a.C.), ταῖς χερσίν LXX Le.25.35, fig., de un arma, Plb.16.33.3.
2 no poder, no tener poder μήτ' αἰσχύνωμαι ἀδυνατῶν παρὰ σοί que no me avergüence de no tener ninguna influencia sobre ti X.HG 3.4.9, ψυχή Plot.2.1.5
•ser incapaz c. ac. de rel. ἀδυνατεῖ οὐδὲν θεός nada es imposible para la divinidad Epich.255
•c. inf. no poder, ser incapaz de καρτερεῖν Hp.de Arte 7, αὐτὸ δρᾶν Pl.R.366d, ἐπισπέσθαι Pl.Phdr.248c, cf. X.Mem.1.2.23, τὰς προειρημένας αἰτίας ἀπολύσασθαι Aeschin.2.2, ἀνασῶσαι Arist.EN 1165b22, διορίζειν Arist.Pol.1287b17, γεωργεῖν UPZ 110.13 (II a.C.), ἑαυτῶ βοηθῆσαι LXX Sap.13.16, c. inf. en constr. pers. οὔτε γὰρ ἀποστάσεις ἀδυνατοῦσι ἐν τῷ περιέχοντι γίνεσθαι τοιαῦται Epicur.Ep.[2] 46, cf. Epicur.Ep.[3] 99
•en constr. impers. ser imposible c. dat. ἀδυνατεῖ σοι οὐδέν LXX Ib.10.13, cf. Eu.Matt.17.20, Eu.Luc.1.37.
3 no poder, carecer de recursos, ID 1416B.2.54, cf. 1.80 (II a.C.).