ἀφορμίζομαι

From LSJ
Revision as of 11:57, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_8)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφορμίζομαι Medium diacritics: ἀφορμίζομαι Low diacritics: αφορμίζομαι Capitals: ΑΦΟΡΜΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: aphormízomai Transliteration B: aphormizomai Transliteration C: aformizomai Beta Code: a)formi/zomai

English (LSJ)

Med.,

   A loose one's ships from harbour, ναῦς E.IT18.

German (Pape)

[Seite 414] ναῦς χθονός, Schiffe (vom Ankerplatz) absegeln lassen, Eur. I. T. 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφορμίζομαι: λύω τὰ πλοῖά μου ἀπὸ τοῦ λιμένος, κάμνω ὥστε να ἐκπλεύσωσιν, Ἀγάμεμνον, οὐ μὴ ναῦς ἀφορμίσῃ χθονὸς πρὶν ἂν κτλ. Εὐρ. Ι. Τ. 18, ἔνθα ὅμως, ἀφορμήσῃ (ἢ -ει) ἐκ τοῦ ἀφορμάω, εἶναι ἡ πιθανὴ γραφή.

French (Bailly abrégé)

seul. ao. sbj. 2ᵉ sg. ἀφορμίσῃ;
faire sortir du port (ses vaisseaux).
Étymologie: ἀπό, ὁρμίζω.

Spanish (DGE)

soltar, largar amarras οὐ μὴ ναῦς ἀφορμίσῃ χθονός E.IT 18, cf. Th.2.83, pap. en Sitz.Heid.1923(2).p.23.