ἀχανής

From LSJ
Revision as of 11:58, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_8)

ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάριςevery inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχᾰνής Medium diacritics: ἀχανής Low diacritics: αχανής Capitals: ΑΧΑΝΗΣ
Transliteration A: achanḗs Transliteration B: achanēs Transliteration C: achanis Beta Code: a)xanh/s

English (LSJ)

ές, (χάσκω, χανεῖν)

   A not opening the mouth, of one mute with astonishment, Hegesipp.Com.1.25, Plb.7.17.5, Luc.Icar.23, Alciphr. 3.20; also δι' ἀχανοῦς through a narrow opening, Thphr.Vent.29.    II yawning, κρημνός Timae. 28; χάσμα AP9.423 (Bianor), J.AJ7.10.2; without a lid, Hero Aut.28.4; wide-mouthed, τεῦχος Diocl. ap. Orib. 5.4.2, cf. Antyll.ib.44.8.12; open, ἀ. καὶ ἀνώροφος νεώς D.C.37.17; open, unoccupied, of building land, POxy.1702.3 (iii A. D.); χάσμα Parm.1.18; σκότος LXX Wi.19.17, cf. Lyr.Anon.in PFay.2ii20; τὸ ἀχανές the yawning gulf, Arist.Mete.367a19; ἡ ἀ. χώρα Ph.1.7; ἀχανές· τὸ μὴ ἔχον στέγην . . ἐπὶ τοῦ λαβυρίνθου, S.Fr.1030; ὄψει πάντα ἀχανῆ PMag.Par.1.1107.    2 generally, vast, immense, στράτευμα Plu. 2.866b; πέλαγος Id.Cic.6, Jul.Or.4.142c.

German (Pape)

[Seite 417] ές (χαίνω), 1) den Mund nicht öffnend, geschlossen, Theophr.; vor Staunen nicht redend, stumm, neben ἄφωνος Hegesipp. bei Ath. VII, 290 d; Pol. 7, 17 u. öfter; Luc. Icarom. 33. – 2) mit α euphon., nach den Alten intensiv., weit gähnend, bes. Sp., πέλαγος Plut. Alex. 31 u. oft, wie χώρα, στράτευμα, πεδίον; εἰς ἀχανές, ins Weite, in die Ferne, Arist. Meteorl. 1, 3, 16. Nach B. A. p. 28 brauchte es Soph. frg. 852 = μὴ ἔχων στέγην ἢ ὄροφον.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχᾰνής: -ές, (χάσκω, χανεῖν) «ἄφθογγος. μὴ ἀνοίγων στόμα» (Ἡσύχ.)· ἀχανὴς... ἄφωνος Ἡγύσιππ, ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 25, Πολύβ. 7. 17, 5, Λουκ. Ἰκαρομ. 23: ― ἐν Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 29, δι’ ἀχανοῦς, διὰ μέσου στενοῦ ἀνοίγματος. ΙΙ. (α εὔφων.) χάσκων, κρημνὸς Τίμαι. ἐν Ἀποσπ. 28· ἴδε Οὐϋττεμβ. 2. 76C· χάσμα Παρμεν. 18: ― τὸ ἀχανές, τὸ ἄπειρον κενόν, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 16· «ἀχανές· τὸ μὴ ἔχον στέγην ἢ ὄροφον, ἐπὶ τοῦ λαβυρίνθου» Α. Β. 28, 28. 2) καθόλου, μέγας, πολύς, ἄμετρος, στράτευμα Πλούτ. 2. 866Α· πέλαγος ὁ αὐτ. Κικ. 6.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 largement ouvert, béant;
2 p. ext. immense, infini.
Étymologie: ἀ, χαίνω.

Spanish (DGE)

(ἀχᾰνής) -ές
1 de enorme abertura, espacioso ταὶ (πύλαι) ... χάσμ' ἀχανὲς ποίησαν ἀναπτάμεναι éstas (las puertas) al abrirse crearon un espacioso vano Parm.B 1.18, cf. AP 9.423 (Bianor), I.AI 7.242, κρημνοί Timae.FHG 28
subst. τὸ ἀχανές espacio abierto μὴ σκεδάννυσθαι εἰς ἀχανὲς ἀλλ' εὐθυπορεῖν que (la vista) no se dispersa por el espacio sino que va en línea recta Arist.GA 781a2, cf. Mete.340a32, 367a19, ἐὰν διὰ στενοῦ καὶ ἀχανοῦς πνέῃ (πνεῦμα) Thphr.Vent.29, cf. I.BI 5.208
fig. inmenso, vasto σκότος LXX Sap.19.17, χώρα Ph.1.7, cf. Iambl.Fr.125, τόπος S.E.M.7.183, Abyd.3b(4), πέλαγος Plu.Cic.6, Iul.Or.11.142c, δάπεδον GDRK 58.44, στράτευμα Plu.2.866a, αἰών M.Ant.12.32, ὄψῃ πάντα ἀχανῆ PMag.4.1107
subst. la inmensidad τὸ ἀχανές τοῦ αἰῶνος M.Ant.4.50, cf. 5.23.
2 descubierto de construcciones, hípetro del laberinto, S.Fr.1030, νεώς D.C.37.17.3, cf. 55.8.4
de recipientes destapado κιβωτάριον πῶμα μὴ ἔχον, ἀλλὰ ἀχανές Hero Aut.28.4, τεῦχος Diocl.Fr.129, cf. Antyll. en Orib.44.5.12
de heridas abierto, POxy.3555.28 (I/II d.C.)
de un solar descampado, no construido ψιλοῦ τόπου ἀχανοῦς POxy.1702.3 (III d.C.).
3 de pers. boquiabierto de admiración o estupor estupefacto, mudo ὁ δὲ παριὼν ... ἑστήξετ' ἀ. por los exquisitos olores procedentes de un guiso, Hegesipp.Com.1.25, ἑστάναι Plb.7.17.5, 15.28.3, Luc.Icar.23, Hld.2.5.4, X.Eph.1.16.6, μένειν Plb.11.30.2, Ath.Al.M.25.420C, γίνεσθαι Plb.Fr.192, cf. Alciphr.2.17.2, ἕστηκεν ἀ. Apostol.4.90.
-ές
mudo, que no abre la boca ἀ. ἔκειτο, μήτε τὸ στόμα ... ἐπᾶραι δυνάμενος se quedó mudo sin poder abrir la boca Charito 1.4.7, ἀχανής· ἄφθογγος, ἄφωνος, μὴ ἀναίγων στόμα Hsch., Sud., cf. 1 ἀχανής.