ἀντιδιαιρέω
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
A distinguish logically, βαρβάρους πρὸς Ἕλληνας Str.14.2.28, cf. Demetr.Lac.Herc.1012.68, Phld.Oec.p.35J.; τὸ σύνθετον τῷ ἁπλῷ Plot.6.3.10, cf. Iamb.Comm.Math.4:—Pass., to be opposed as the members of a natural classification, Arist.Cat.14b34, Top.143a36, cf. Iamb.Myst.9.7. II Med., τροφὴν τοῖς νεύροις, perh. distribute, Theo Gymn. ap. Gal.6.208.
German (Pape)
[Seite 251] (s. αἱρέω), dagegen abtheilen, und dah. einen Gegensatz machen, entgegenstellen, Arist. top. 6 u. Folgd.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιδιαιρέω: διαιρῶ, χωρίζω εἰς ἀντίθετα, [τοὺς βαρβάρους] ἀντιδιαιροῦντες πρὸς τοὺς Ἕλληνας Στράβ. 662: - Παθ., ἀντιδιῃρῆσθαι λέγεται ἀλλήλοις τὰ κατὰ τὴν αὐτὴν διαίρεσιν, οἷον τὸ πτηνὸν τῷ πεζῷ καὶ τῷ ἐνύδρῳ· ταῦτα γὰρ ἀλλήλοις ἀντιδιῄρηται ἐκ τοῦ αὐτοῦ γένους Ἀριστ. Κατηγ. 13. 3, Τόπ. 5. 6, 10, καὶ ἀλλαχοῦ.
Spanish (DGE)
1 en v. act. distinguir por dicotomía βαρβάρους πρὸς Ἕλληνας Str.14.2.28, ἀντιδιαιροῦντες τὸ σύνθετον τῷ ἁπλῷ Plot.6.3.10, cf. Demetr.Lac.p.47, Phld.Oec.p.35, Iambl.Comm.Math.12
•en v. med. distinguirse oponiéndose ταῦτα γὰρ ἀλλήλοις ἀντιδιῄρηται ἐκ τοῦ αὐτοῦ γένους Arist.Cat.14b34, cf. Top.143a34, οὐδὲ ἰσαξίως (τῶν κακῶν) ἀντιδιαιρουμένων τοῖς ἀγαθοῖς Iambl.Myst.9.7, cf. Archyt.Fr.Sp.2 (1, p.567), Procl.Inst.5.
2 en v. med. distribuir τροφὴν τοῖς νεύροις Theo Gymn. en Gal.6.208.
3 ἀντιδιαιρεῖται· ἀντιμερίζεται Hsch.