γυναικοκρατέομαι
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
Pass.,
A to be ruled by women, Arist.Pol.1269b24, D.S.2.45, Plu.2.755c.
German (Pape)
[Seite 510] von Weibern beherrscht werden, Arist. Pol. 2, 9; Pallad. 13 (X, 55).
Greek (Liddell-Scott)
γῠναικοκρᾰτέομαι: παθ., κυβερνῶμαι ὑπὸ τ ῶν γυναικῶν, Ἀριστ. Πολ. 2.9,7.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
seul. part. prés.
être gouverné par les femmes.
Étymologie: γυνή, κρατέω.
Spanish (DGE)
(γῠναικοκρᾰτέομαι)
estar bajo dominio femenino, recibir órdenes de la mujer ἀναγκαῖον ... τιμᾶσθαι τὸν πλοῦτον, ἄλλως τε κἂν τύχωσι γυναικοκρατούμενοι Arist.Pol.1269b24, ἔθνους κρατοῦντος γυναικοκρατουμένου del pueblo de las Amazonas, D.S.2.45, ἐγυναικοκρατοῦντο οἱ Ἀτρεῖδαι D.Chr.61.10, ἡ γὰρ φύσις παρανομεῖται γυναικοκρατουμένη Plu.2.755c, cf. D.C.60.2.4, AP 10.55 (Pall.), Vit.Aesop.G 29, Sch.E.Or.742
•οἱ Γυναικοκρατούμενοι los ginecocratúmenos o gobernados por mujeres pueblo saurómata que se relacionó con las amazonas, Scymn.885, cf. Peripl.M.Eux.46.