ἀντιδικέω
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
English (LSJ)
impf.
A ἠντιδίκουν Lys.6.12, but ἠντεδίκουν (acc. to the best Ms.) D.39.37, 40.18: aor. ἠντεδίκησα Id.47.28:—to be an ἀντίδικος, dispute, go to law, περί τινος X.Mem. 4.4.8; οἱ ἀντιδικοῦντες ἑκάτεροι the parties to a suit, Pl.Lg.948d: abs., of the defendant, ἀντιδικῶν Ar.Nu.776; ἀ. πρός τι or πρός τινα to urge one's suit against .., D.28.17, 41.10, Is.11.9; join issue, ἠντιδίκει ἦ μήν .., c. acc. et inf., Lys.l.c.; oppose, rebut, διαβολαῖς D.41.13; ἀλλήλοις prob. in Thugen.ID. II Pass., to be an object of dispute, Phot.p.147R.
German (Pape)
[Seite 251] impf. ἠντιδίκει Lys. 6, 12; ἠντεδίκεις Dem. 39, 37. 40, 18; gegen Jemand processiren, meist absolut, ἑκάτεροι οἱ ἀντιδικοῦντες, beide Parteien vor Gericht, Plat. Legg. XII. 948 d; ἀντιδικῶν δίκην, seine Sache vertheidigend, Ar Nubb. 766; übh. dagegen sprechen, πρός τι Dem. 41, 10, fut., wie Isae. 11, 9; πῶς ἂν ταῖς διαβολαῖς ἀντιδικοίην Dem. 41, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιδῐκέω: μέλλ. -ήσω: παρατ. ἠντιδίκουν Λυσ. 104. 12, ἀλλ’ ἠντεδίκουν (κατὰ τὸ ἄριστον χειρόγρ.) Δημ. 1006. 2, 1013. 23: ἀόρ. ἠντιδίκησα Δημ. παρὰ Πολυδ. Η΄, 23. Ἐγείρω ἢ ἔχω δίκην κατά τινος, προστρέχω εἰς τὸ δικαστήριον ὡς ἀντίδικος, περί τινος Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 8· οἱ ἀντιδικοῦντες ἑκάτεροι, ἀμφότεροι οἱ ἀντίδικοι, Πλάτ. Νόμ. 948D· ἀπολ., ἐπὶ τοῦ κατηγορουμένου, ἀντιδικῶν δίκην, ὑπερασπίζων δίκην, Ἀριστοφ. Νεφ. 776· ἀντ. πρός τι ἢ πρός τινα, ἐγείρω δίκην ἐναντίον τινός, Δημ. 840, ἐν τέλ., 1030, ἐν τέλ., Ἰσαῖος 84. 21· μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρεμ., ἀντιδικάζομαι πρός τινα περί τινος, ὁ δὲ Ἄρχιππος ἠντιδίκει ἦ τὸν Ἑρμῆν ὑγιᾶ τε καὶ ὅλον εἶναι Λυσ. ἔνθ’ ἀνωτ.: ἐναντιοῦμαι, ἀποκρούω, διαβολαῖς Δημ. 1032. 4.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ἠντιδίκουν ou ἠντεδίκουν;
1 poursuivre ou se défendre en justice;
2 en parl. du défendeur contester, se défendre contre.
Étymologie: ἀντίδικος.
Spanish (DGE)
(ἀντιδῐκέω)
• Morfología: [impf. 1.a sg. ἠντεδίκει Lys.6.12, D.39.37, 40.18; aor. 1.a sg. ἠντεδίκησε D.47.28]
I 1ser parte de un litigio c. περί y gen. παύσονται δ' οἱ πολῖται περὶ τῶν δικαίων ἀντιλέγοντές τε καὶ ἀντιδικοῦντες X.Mem.4.4.8, τῶν ἀντιδικούντων ἑκατέρων de las partes de un litigio Pl.Lg.948d
•c. πρός y ac. de pers. o cosa promover un litigio contra ἐλπίσασα δ' ... ἡμᾶς πρὸς αὐτὴν οὐκ ἀντιδικήσειν Is.11.9, cf. D.28.17, πρὸς ἅπαντα ταῦτα D.41.10
•tb. c. dat. οἱ ἀντιδικοῦντες los enemigos κατάσχες τὰ ὄμματα τῶν ἀντιδικούντων μοι πάντων καὶ πασῶν PMag.13.804.
2 ser o actuar como acusado, defenderse ὅπως ἀποστρέψαι' ἂν ἀντιδικῶν δίκην Ar.Nu.776, πῶς γὰρ ἂν ἐγὼ νῦν ταῖς τούτων διαβολαῖς ἀντιδικοίην; D.41.13
•c. inf. replicar defendiéndose Ἄρχιππος ἠντεδίκει ἦ μὲν τὸν Ἑρμῆν ὑγιᾶ τε καὶ ὅλον εἶναι Lys.6.12.
II en v. pas. ser objeto de disputa ἀντιδικούμενον τὸ παθητικόν, ἤγουν ἀμφισβητούμενον Phot. p.147R.