βαυκαλάω
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
A lull to sleep, Crates Ep.33, Luc.Lex.11 (wrongly said to be Att. by Moer.102): metaph., nurse, look after, Aret.SD2.11.
German (Pape)
[Seite 439] einschläfern, bes. Kinder durch Wiegenlieder, nach Möris attisch statt des hellenistischen κατακοιμίζω; Luc. Lexiph. 11 Ael. H. A. 14, 20.
Greek (Liddell-Scott)
βαυκαλάω: συγγενὲς τῷ βαυβάω, ἀποκοιμίζω, Λουκ. Λεξιφ. 11, Ὠριγέν. Ἐντεῦθεν βαυκάλημα, τό, νανούρισμα, Ἐπ. Σωκρ. 27. Ὡσαύτως βαυκαλίζω, = βαυκαλάω (πρβλ. τὸ σύνθετ. καταβ-)· καὶ ἀμφίβολ. τύπος βαυκανίζω παρ’ Ἡσυχ. (Ὀνοματ. ἐκ τοῦ ᾄσματος τῆς τροφοῦ. Πρβλ. τὸν Μοῖρ.).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
endormir par des chants à la façon des nourrices.
Étymologie: DELG cf. βαυβάω ; pê βαυ- et κηλέω.
Spanish (DGE)
arrullar, dormir cantando a un niño βαυκαλήσεις δὲ ἐν ὀστρακίῳ χελώνης Crates Theb.Ep.120, βαυκαλῶν καὶ διακωδωνίζων Luc.Lex.11, cf. Origenes Cels.6.34, Moer.94, Hsch.
•de aquí cuidar βαυκαλῶσαι τὴν ὑστέρην Aret.SD 2.11.9; cf. βαυβάω.
• Etimología: Seguramente rel. c. βαυβάω, sin red. y perteneciente al lenguaje de niñera.