ἔντοπος

From LSJ
Revision as of 12:03, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_15)

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔντοπος Medium diacritics: ἔντοπος Low diacritics: έντοπος Capitals: ΕΝΤΟΠΟΣ
Transliteration A: éntopos Transliteration B: entopos Transliteration C: entopos Beta Code: e)/ntopos

English (LSJ)

ον,

   A in or of a place, S.Ph.212 (lyr.), 1171 (lyr.), OC1457, Pl.Lg.848d, prob. in Nausicr.1; ἔλαιον prob. in OGI629.70 (Palmyra, ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 857] dasselbe; Soph. O. C. 1457; Ggstz von ἔξεδρος, Phil. 212, daheim; ibd. 1156 ὦ λῷστε τῶν πρὶν ἐντόπων, Schol. πλησιασάντων, derer, die früher hier waren; Plat. Legg. VIII, 848 d u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔντοπος: -ον, ὁ ἔν τινι τόπῳ, ὡς οὐκ ἔξεδρος, ἀλλ’ ἔντοπος ἀνήρ, διότι ὁ ἀνὴρ δὲν εἶναι μακράν, ἀλλ’ ἐδῶ πλησίον, Σοφ. Φιλ. 212· λῷστε τῶν πρὶν ἐντόπων, συμπαθέστατε τῶν πρότερον ἐπισκεψαμένων τὸν τόπον, αὐτόθι 1171· εἴ τις ἔντοπος, ἐὰν εἶναι κανεὶς ἐδῶ κοντά, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1457· ἐντόπιος, ἐγχώριος, εἴτε τινὲς ἔντοποι Μαγνήτων εἴτ’ ἄλλων Πλάτ. Νόμ. 848D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui se trouve dans le même lieu;
2 propre à un lieu, à un pays ; subst. ἔντοποι habitants d’un pays.
Étymologie: ἐν, τόπος.

Spanish (DGE)

-ον
1 que está en el lugar o en este lugar ὡς οὐκ ἔξεδρος, ἀλλ' ἔ. ἁνήρ que el hombre no está lejos, sino por aquí cerca S.Ph.211, cf. 280, ὦ λῷστε τῶν πρὶν ἐντόπων ¡oh, el mejor de los que han estado aquí antes! habla Filoctetes, S.Ph.1171.
2 perteneciente al lugar, del país o región τις ἔ. S.OC 1457, τινὲς (θεοί) ἔντοποι Μαγνήτων Pl.Lg.848d, de anim. y plantas πασῶν ἀρίστας ἐντόπους ref. salmonetes, Nausicr.1.8, cf. Ath.Epit.325e, ἔλαιον dud. en OGI 629.70 (Palmira II d.C.)
subst. οἱ ἔντοποι los habitantes del lugar πρόβαθ' ὧδε, βᾶτε, βᾶτ', ἔντοποι S.OC 841.