δυσημέρημα
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
ατος, τό,
A ill luck, Sch.Il.6.336.
German (Pape)
[Seite 680] τό, Unglück, Schol. Il. 6, 336.
Greek (Liddell-Scott)
δυσημέρημα: τό, κακοτυχία, ἀτυχία, Σχόλ. Ἰλ. Ζ. 636.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
mal día, mala suerte Sch.Er.Il.6.336c, Tz.ad Hes.Op.8.