ἑνωτικός
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
ή, όν, (ἑνόω)
A serving to unite or unify, δύναμις Ph.1.31; εὔνοια Id.2.219, cf. Plu.2.428a; τινῶν Procl.Inst.13,al., Dam.Pr.47. Adv. -κῶς EM54.10.
German (Pape)
[Seite 861] vereinigend, Sp., wie Plut. de def. orac. 33 adv. Colot. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἑνωτικός: -ή, -όν, (ἑνόω), ὁ συντελῶν πρὸς ἕνωσιν, Πλούτ. 2. 428Α, 878Α. ‒ Ἐπίρρ. ἑνωτικῶς Ἐτυμ. Μ. σ. 54, 9.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à unir.
Étymologie: ἑνόω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1unificador, que procura la unión o tiene la virtud de unir ref. abstr. φιλίαν τε καὶ νεῖκος· ὧν ἡ μέν ἐστιν ἑ. τὸ δὲ διαιρετικόν Plu.2.878a (= Emp.A 33), συστατικὴ γάρ ἐστι καὶ ἑ. τῶν πολλῶν (ἡ μουσική) Pythag. en Theo Sm.12.21, πνεῦμα Ph.1.31, μεσότης ἡ ἑ. καὶ συνάγουσα τὰ διεστῶτα Iul.Or.11.138d, cf. Theol.Ar.16, (ψυχή) ἀμερής ἐστι καὶ ἑ. Olymp.in Grg.13.2, δυνάμεις Procl.in Ti.2.198.30, cf. Eus.PE 7.10.9, ἑ. τῶν ἄλλων πάντων τὸ ἕν Dam.Pr.47, πᾶν ἀγαθὸν ἑ. ἐστι τῶν μετεχόντων αὐτοῦ Procl.Inst.13, ἡ θεία διοίκησις Didym.Gen.128.13, op. διακριτικός Simp.in Cat.327.30
•c. gen. y πρός c. ac. (νοῦς) ἑνωτικώτερον ἀνθρώπων πρὸς τοὺς θεούς Corp.Herm.10.23
•ref. pers. o sus cualidades que une, que tiene capacidad de congregar, de aunar εὔνοια Ph.2.219, ἄνθρωπος συνοχεὺς καὶ ἑ. Horap.2.116
•neutr. subst. τὸ πρὸς τὰ ἄλλα ἑνωτικὸν ... τοῦ ὕδατος Corp.Herm.Fr.26.16.
2 mús. que da unidad, que armoniza, armonioso τῶν δὲ ὁμοφώνων (φθόγγων) ἑνωτικώτατον ... τὸ διὰ πασῶν Ptol.Harm.15.26, c. gen. τῶν δὲ τοιούτων ἑνωτικαί πως αἱ ἁρμονίαι Theol.Ar.50.
II subst. τὸ ἑ. Henotikón o Henótico n. del edicto de unificación promulgado por el emperador Zenón (438 d.C.) para evitar la disgregación de las iglesias y que apelaba a un acuerdo sobre la naturaleza única de las personas de la Trinidad, Euagr.Schol.HE 3.12, 13
•tb. en plu. τὰ ἑνωτικά Ζήνωνος Euagr.Schol.HE 3.30.