αὐξίς
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
ίδος, ἡ, Byz. for κορδύλη or σκορδύλη,
A young of the tunny, Phryn.Com.56, Arist.HA571a17, Nic.Al.469.
Greek (Liddell-Scott)
αὐξίς: ἰδος, ἡ, «αὐξίς, εἶδος θυννίδος, ἥν τινες κορδύλην λέγουσι, Φρύνιχος Τραγῳδοῖς» 7, Α. Β. 464. 5· ὅταν γὰρ τέκωσιν οἱ ἱχθύες ἐν τῷ Πόντῳ, γίγνονται ἐκ τοῦ ᾠοῦ ἂς καλοῦσιν οἱ μὲν σκορδύλας, Βυζάντινοι δὲ αὐξίδας διὰ τὰ ἐν ὀλίγαις αὐξάνεσθαι ἡμέραις Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 17, 13, Νικ. Ἀλεξιφ. 469. Ἡ γραφὴ αὔξις, ιδος, εἶναι ἡμαρτημένη.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
cría o alevín del atún τέμαχος αὐξίδος Phryn.Com.59, οἱ ἰχθύες ... ἃς καλοῦσιν οἱ μὲν σκορδύλας, οἱ δὲ Βυζάντιοι αὐξίδας διὰ τὸ ἐν ὀλίγαις αὐξάνεσθαι ἡμέραις Arist.HA 571a17
•sent. dud. tal vez bebida venenosa con sabor a pescado ὁπόταν λοπὶς αὐξίδα χραίνῃ Nic.Al.469.