ἀνδρόμεος
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
α, ον, (ἀνήρ)
A human, κρέα, αἷμα, χρὼς ἀ., Od.9.297, 22.19, Il.20.100; ψωμοὶ ἀ. gobbets of man's flesh, Od.9.374; ὅμιλος ἁ. throng of men, Il.11.538; ἀ. κεφαλή Emp.134; αὐδή, ἐνοπή, A.R.1.258,4.581. II ἀνδρόμεον· ἱμάτιον (Cret.), Hsch. (-μεο- cognate with Skt. -máya- in hiraṇ-máya- 'golden', etc.)
German (Pape)
[Seite 218] zum Menschen gehörig, Hom. κρέα, Menschenfleisch, Od. 9, 297. 347; ψωμοί 374; αἷμα, Menschenblut, 22, 19; χρώς Il. 20, 100; ὅμιλος. Männerschaar, 11, 538; κεφαλή Empedocl. 295; σάρξ Apollonds. 18 (IX, 281); φωνή Iul. Aeg. 10 (VI, 67); αὐδή, ἐνοπή, Ap. Rh. 1, 258. 4, 581.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρόμεος: -α, -ον, (ἀνήρ) ἀνθρώπινος, κρέα, αἷμα, χρὼς ἀνδρ. Ὀδ. Ι. 297, Χ. 19, Ἰλ. Ν. 20. 100· ψωμοὶ τ’ ἀνδρόμεοι, τεμάχια ἀνθρωπίνων κρεῶν, Ὀδ. Ι. 374· ὅμιλον ἀνδρόμεον, ὅμιλ. ἐξ ἀνδρῶν, Ἰλ. Α. 538· ἀνδρ. κεφαλή Ἐμπεδ. 392.· αὐδή, ἐνοπὴ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 258, Δ. 581.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
d’homme, humain ; ὅμιλος ἀνδρόμεος IL foule d’hommes.
Étymologie: ἀνήρ.
English (Autenrieth)
ον (ἀνὴρ): of a man or men, human; αἷμα, χρώς, also ὅμῖλος, Il. 11.538; ψωμοί, morsels ‘of human flesh,’ Od. 9.374.
Spanish (DGE)
-α, -ον
1 de partes o elementos del cuerpo humano χρώς Il.20.100, κρέα Od.9.297, αἷμα Od.22.19, Hes.Sc.256, ψωμοί τ' ἀνδρόμεοι trozos de carne humana, Od.9.374, κεφαλή Emp.B 134
•quizá como subst. ἥμερον ἦθος ... ἔμμορον ἀνδρομέων dulce carácter ... lleno de humanidad, Fun.Mon.1041.5 (Atenas II/III d.C.)
•de otras cosas ὅμιλος ἀνδρόμεος una multitud de hombres, Il.11.538, αὐδή A.R.1.258, ἐνοπή A.R.4.581, μολπή Nonn.D.22.45.
2 ἀνδρόμεον· cret. ἱμάτιον Hsch.