ἀλλοειδής

From LSJ
Revision as of 12:11, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_3)

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλοειδής Medium diacritics: ἀλλοειδής Low diacritics: αλλοειδής Capitals: ΑΛΛΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: alloeidḗs Transliteration B: alloeidēs Transliteration C: alloeidis Beta Code: a)lloeidh/s

English (LSJ)

ές

   A of different form, τοὔνεκ' ἄρ' ἀλλοειδέα (trisyll., but perh. a)llovide/a∥ faine/ sketo pa/nta a)/nakti Od.13.194, cf. Plu. Strom.2, Plot.6.8.18. Adv. -δῶς, f.l. for στυλοειδῶς, Epicur.Ep.2p.47U.

German (Pape)

[Seite 103] ές, anders ausschend, Hom. einmal, Od. 13, 194 τοὔνεκ' ἄρ' ἀλλοειδέα φαινέσκετο πάντα ἄνακτι, entweder dreisylbig zu lesen, oder, wenn man die v. l. φαίνετο vorzieht, fünfsylbig, mit verdoppeltem Digamma, ἀλλοειδέα φαίνετο. Vgl. Buttmann Lexil. 2, 270. – Adv. -δῶς Diog. L. 10. 104. l. d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλοειδής: -ές, ἔχων διάφορον εἶδος, διάφορος φαινόμενος, τοὔνεκ’ ἄρ’ ἀλλοειδέα φαινέσκετο πάντα ἄνακτι, Ὀδ. Ν. 194, [[[ἔνθα]] τὸ ἀλλοειδέα εἶναι τρισύλλαβον ὡς ἐὰν ἦτο ἀλλώδη· ἐκτὸς ἂν ἀκολουθήσωμεν τὴν γνώμην τοῦ Πόρσωνος ἀποδεχόμενοι τὴν γραφὴν τοῦ Ἁρλ. χειρογράφου, ἀλλοειδέα φαίνετο, ὅ ἐ. ἀλλοFειδέα, ἴδε Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. θεουδὴς 3 σημ.]. ― Ἐπίρρ. -δῶς, Διογ. Λ. 10, 104, ἔνθα ἑλῐκοειδῶς εἶναι εἰκασία ἱκανῶς πιθανή.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a un autre aspect ; d’aspect étrange.
Étymologie: ἄλλος, εἶδος.

English (Autenrieth)

or ἀλλο-ϊδής, only neut. pl. ἀλλοϝϝειδἔ or ἀλλοϝιδέα: differentlooking, strange-looking, Od. 13.194† (cf. Od. 16.181).

Spanish (DGE)

-ές

• Morfología: [Hom. ἀλλοειδέα trisíl.]
1 de aspecto diferente, diferente τοὔνεκ' ἄρ' ἀλλοειδέα φαινέσκετο πάντα ἄνακτι Od.13.194.
2 de especie diferente ἐξ ἀλλοειδῶν ζῷων ἐγεννήθη Plu.Fr.179.1, οὐ μὴν ἀλλοειδὲς τὸ σκεδασθὲν εἴδωλον ὁ νοῦς no es de diferente especie la imagen (del Uno) esparcida, la mente Plot.6.8.18.