ἀνατέμνω
ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)
English (LSJ)
A cut up, cut open, νεκρόν Hdt.2.87, cf. Luc.Prom. 21. 2 dissect, Hp.Ep.17, Arist.Spir.478a21. 3 open up, clear, ὁδούς, αὔλακας, Ph.1.16,20; ὁδὸν καινήν OGI701 (Egypt). II cut off, κλήματα Aeschin.3.166; γεισηπόδισμα IG22.463.63.
German (Pape)
[Seite 211] (s. τέμνω), zerschneiden, ἀνατετμήκασι τὰ κλήματα Aesch. 3, 166 aus Dem.; ὑπ' ὀρνέου ἀνατέμνεσθαι, zerhackt werden, Luc. Prom. 21; den Körper seciren, ἀναταμόντες νεκρόν Her. 2, 87; Plut. Sept. sap. conv. 16; τὰ ἀνατεμνόμενα, secirte Körper, Arist.; ὁδούς, einen Weg bahnen, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνατέμνω: μέλλ. -τεμῶ, τέμνω σῶμα, σχίζω καὶ ἀνοίγω τὸ σῶμα, νεκρὸν Ἡρόδ. 2. 87, πρβλ. Λουκ. Προμ. 21. ΙΙ. κατακόπτω, ἀνατετμήκασί τινες κλήματα τὰ τοῦ δήμου Αἰσχίν. 77. 26.
French (Bailly abrégé)
1 disséquer;
2 déchirer.
Étymologie: ἀνά, τέμνω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): -τάμνω Hp.Vlc.10, Morb.2.24, Hdt.2.87
1 de seres vivos abrir, cortar, sajar τὸ δέρμα Hp.Epid.5.26, τὸ ἕλκος Hp.ll.cc., ἀνατμηθέντος τοῦ ἀρχοῦ habiendo sido operado el recto Arist.GA 773a28
•abrir en canal, rajar, destripar νεκρόν para su momificación, Hdt.l.c., Plu.2.159b, ἀνάτεμε τὸν ἰχθύν LXX To.6.4, σε ἀνατεμνόμενον ὑπὸ τοῦ ὀρνέου Luc.Prom.21, ἀνατετμῆσθαι δοκεῖν soñar que nos abren la tripa Artem.1.44
•c. intención cien. hacer la disección, disecar ζῷα Hp.Ep.17 (pp.356, 372, cf. 350), Arist.Iuu.478a27
•fig. abrir, deshacer λόγος ἱκανός ... τὰ σοφίσματα ... ἀνατεμεῖν καὶ λῦσαι Ph.1.490.
2 de la tierra abrir ὁδούς Ph.1.16, ὁδὸν καινήν OGI 701.15 (Egipto I d.C.)
•fig. trazar ξένην τινὰ ἀνατεμών ἑαυτῷ πολιτείαν Pall.H.Laus.43.1.
3 cortar κλήματα D. en Aeschin.3.166 (ap. crít.), τὸ γ[ε] ι[σ] ηπό[δ] ισμα IG 22.463.63 (IV a.C.), τοῖς δὲ δρεπάνοις τοὺς φορμούς Polyaen.3.10.15.