ἄντορος
From LSJ
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
English (LSJ)
ὁ, dialectic form of ἄνθ-ορος,
A opposite boundary, counterfence, Tab.Heracl.1.60, al.
Greek (Liddell-Scott)
ἄντορος: ὁ, διαλεκτικὸς τύπος τοῦ ἄνθορος, ὁ ἀπέναντι ὅρος, δηλ. ἡ στήλη ἡ δεικνύουσα τὸ ὅριον μέρους τινός, ἄλλως δὲ ἀντόρως τούτοις ἐστάσαμες ἐπὶ τᾱς ἁμαξιτῶ [IV] Ἠρακλεωτ. Πίν. Ι60· 62· 75· 78·
Spanish (DGE)
-ω, ὁ
mojón opuesto, ἄλλως δὲ ἀντόρως τούτοις ἐστάσαμες TEracl.1.60, cf. 62.