ἀντιτύπτω
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
fut.
A -τήσω Ph.Bel.85.10, beat in turn, Ar.Nu.1424, Antipho 4.4.3; τυπτόμενον ἀντιτύπτειν Pl.Cri.51a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιτύπτω: τύπτω τὸν τύπτοντά με, Ἀριστ. Νεφ. 1224· τυπτόμενον ἀντιτύπτειν Πλάτ. Κρίτων 51Α.
French (Bailly abrégé)
frapper en retour.
Étymologie: ἀντί, τύπτω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [fut. -τήσει Ph.Bel.85.10]
golpear a su vez τοὺς πατέρας Ar.Nu.1424
•abs. Antipho 4.4.3, Pl.Cri.51a
•de una máquina de guerra disparar a su vez Ph.Bel.l.c.