ἀσόλοικος
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
ον,
A not barbarous, S.Fr.629. 2 correct, without solecism, Zeno Stoic. 1.23. Adv. -κως AB452. II metaph., uncorrupted, unspoiled, κρέας Eub.7.8; ἀ. παιδιά not coarse, refined, Plu.Cleom.13; of persons, unexceptionable, Phld.Acad.Ind.p.52 M. Adv. -κως Id.Vit.p.7J.
German (Pape)
[Seite 372] dasselbe, Soph. frg. 555, Hesych. προσηνές, οὐ βάρβαρον, vgl. Plut. Cleom. 13; Eubul. bei Ath. II, 63 d κρέας βόειον ἑφθὸν ἀσ., nicht durch künstliche Zubereitung verderbt.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσόλοικος: -ον, ὁ ἄνευ σολοικισμοῦ, «ἔφασκε δὲ τοὺς μὲν τῶν ἀσολοίκων λόγους, καὶ ἀπηρτισμένους, ὁμοίους εἶναι τῷ ἀργυρίῳ τῷ Ἀλεξανδρινῷ· εὐοφθάλμους μὲν καὶ περιγραμμένους, καθὰ καὶ τὸ νόμισμα, οὐδὲν δὲ διὰ ταῦτα βελτίονας» Διογ. Λ. π. Ζήνωνος 7. 18· «ἀσόλοικον· ἥμερον, προσηνές, οὐ βάρβαρον, Σοφοκλῆς Τρωΐλῳ» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 555): - Ἐπιρρ. -κως, «ἀσολοίκως· τὸ ἀφελῶς» Α. Β. 452, 33. ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ κρέατος, ἁγνόν, οὐχὶ κεκαρυκευμένον, κρέας βόειον ἑφθὸν ἀσόλοικον μέγα Εὔβουλ. ἐν «Ἀμαλθείᾳ» 1. 8· ἀσ. παιδιά, οὐχὶ ἄγροικος, φιλόκαλος, τήν τε παιδιὰν ἐπίχαριν καὶ ἀσόλοικον ἐχόντων Πλουτ. Κλεομ. 13.
Spanish (DGE)
-ον
I 1gram. carente de errores, correcto, exacto τοὺς τῶν ἀσολοίκων λόγους Zeno Stoic.1.23.
2 fig. de pers. educado, correcto S.Fr.629, κατὰ τὴν ἐπιχείρησιν ἀ. ἦν Phld.Acad.Ind.52, παιδιά Plu.Cleom.13.
3 de alimentos sencillo, no elaborado κρέας ... ἑφθὸν ἀσόλοικον Eub.6.
II adv. -ως
1 educadamente Phld.Vit.7.
2 correctamente, AB 452.33.
3 sin afectación Phot.α 2981.