ἀϋτμή

From LSJ
Revision as of 12:19, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_7)

οὓς ἡγεμόνας πόλεως ἐπαιδεύσασθε → whom you educated as city leaders

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀϋτμή Medium diacritics: ἀϋτμή Low diacritics: αϋτμή Capitals: ΑΫΤΜΗ
Transliteration A: aütmḗ Transliteration B: autmē Transliteration C: aytmi Beta Code: a)u+tmh/

English (LSJ)

ἡ, (ἄημι)

   A breath, εἰς ὅ κ' ἀ. ἐν στήθεσσι μένη Il.9.609; τεῖρε δ' ἀ. Ἡφαίστοιο the fiery breath of Hephaistos, 21.366; ὅσσον πυρὸς ἵκετ' ἀ. Od.16.290 (hence abs. for heat, 9.389): in pl., περισχίζοντο δ' ἀϋτμαὶ Ἡφαίστου Q.S.13.329; of bellows, εὔπρηστον ἀ. ἐξανιεῖσαι Il.18.471; ἀνέμων ἀμέγαρτον ἀϋτμήν Od.11.400.    2 scent, fragrance, με κνίσης ἀμφήλυθεν ἡδὺς ἀ. 12.369, cf. Il.14.174; θήρειος ἀ. scent of game, Opp.C.1.467.

German (Pape)

[Seite 396] (ἄω, ἄημι), ἡ, Hauch, Athem, εἰς ὅ κ' ἀυτμὴ ἐν στήθεσσι μένῃ Il. 9, 609; Wind des Blasebalgs 18, 471; vom Winde Od. 11, 400; Duft des Oels Il. 14, 174; κνίσης Od. 12, 369; πυρός, Feuerqualm, Rauch, 16, 290; die Lohe 9, 389; vgl. Hes. Th. 861; öfter bei späteren Dichtern; θήρειος ἀϋτμή Opp. C. 1, 466, die Witterung des Wildes.

Greek (Liddell-Scott)

ἀϋτμή: ἡ, (ἄημι) ἀναπνοή, πνοή, εἰς ὅ κ’ ἀϋτμὴ ἐν στήθεσσι μένῃ, Ἰλ. Ι. 609, κτλ.˙ τεῖρε δ’ ἀϋτμὴ Ἡφαίστοιο, ἡ πυρώδης πνοὴ τοῦ Ἡφαίστου, Ἰλ. Φ. 366˙ ὅσσον πυρὸς ἵκετ’ ἀϋτμὴ Ὀδ. Π. 290˙ (ἐντεῦθεν ἀπολ. πρὸς δήλωσιν θερμότητος Ι. 389)˙ κατὰ πληθ., περισχίζοντο δ’ ἀϋτμαὶ Ἡφαίστου Κόϊντ. Σμ. 13. 329: - ἐπὶ φυσητήρων, εὔπρηστον ἀϋτμὴν ἐξανιεῖσαι Ἰλ. Σ. 471˙ ἀνέμων ἀμέγαρτον ἀϋτμὴν Ὀδ. Λ. 400. 2) ὀσμή, καὶ τότε με κνίσης ἀμφηλυθὲν ἡδὺς ἀϋτμὴ Μ. 369, πρβλ. Ἰλ. Ξ. 174˙ θήρειος ἀϋτμὴ ὀσμὴ κυνηγίου, Ὀππ. Κ. 1. 467.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. souffle :
1 souffle, haleine;
2 souffle du vent, souffle d’un soufflet de forge;
II. exhalaison :
1 odeur;
2 vapeur embrasée.
Étymologie: R. ἈϜ souffler, cf. ἄημι.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
I 1respiración, aliento humano εἰς ὅκ' ἀ. ἐν στήθεσσι μένῃ Il.9.609, 10.89, ἀ. ... στομάτων A.R.2.665
soplo en la operación de soplado del vidrio, Anon. hex. en POxy.3536.7.
2 soplo del viento o el humo ἀνέμων ... ἀ. Od.11.400, 407
corriente de aire φῦσαι ... ἀϋτμὴν ἐξανιεῖσαι Il.18.471
καπνοῦ ... ἀ. vapor Nonn.D.23.264.
3 aliento, soplo del fuego ἀ. Ἡφαίστοιο Il.21.366, cf. Q.S.13.329, πυρὸς ... ἀϋτμή Od.16.290, cf. 19.9, A.R.1.734, φάεος ... ἀ. Call.Dian.117
soplo de fuego ὀφρύας εὖσεν ἀ. γλήνης καιομένης Od.9.389, θερμὸς ἀ. Hes.Th.696, καίετο γαῖα αὐτμῇ θεσπεσίῃ Hes.Th.862.
II olor, fragancia τοῦ (ἐλαίου) ... οὐρανὸν ἵκετ' ἀ. Il.14.174, κνίσης ... ἡδὺς ἀ. Od.12.369, θήρειος ἀ. olor a caza Opp.C.1.467.

• Etimología: Deriv. de una doble vocalización ante cons. *H°H2°t- de la misma raíz que ἀτμός, q.u., y en último término ἀήρ q.u.