αὐτοπάθεια
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
English (LSJ)
[πᾰ], ἡ,
A one's own experience, ἐξ αὐ. διατίθεσθαι τοὺς λόγους Plb.3.108.2, cf. D.H.Dem. 22, Plu.Lib.1; = ἰδιοπάθεια, primary affection, Gal.8.78. 2 Gramm., of words that are reflexive, opp. transitive, A.D.Synt.147.21.
German (Pape)
[Seite 399] ἡ, Selbsterfahrung, Ueberzeugung, Pol. 3, 108; ἡ ἐκ τῆς πλάνης καὶ θέας 12, 28; τινὸς ἔχειν Dion. Hal. de vi Dem. 22; Selbstempfindung, Plut. frg. I, 1.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοπάθεια: ἡ, ἐξ αὐτοπαθείας, ἐξ ἰδίας πείρας, Πολύβ. 3. 108, 2· αὐτοῦ λέγοντος ἐκείνου τὰ ἑαυτοῦ μετὰ τῆς ἀξιώσεως, ἧς εἶχε τὴν αὐτοπάθειαν Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 1023. 2) παρὰ γραμμ., ἐπὶ λέξεων αὐτοπαθῶν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς μεταβατ., Ἀπολλών. π. Συντ. 147.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 sentiment personnel, expérience personnelle;
2 t. de gramm. qualité des mots réfléchis (p. opp. à celle des mots transitifs).
Étymologie: αὐτοπαθής.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
I 1experiencia propia o personal ἐκ τῆς αὐτοπαθείας ... γίνεσθαι τῆς τῶν συγγραφέων depender de la experiencia personal de los historiadores Plb.12.25h.4, διὰ τῶν ἐκ τῆς αὐτοπαθείας καὶ τριβῆς θεωρημάτων Plb.12.25i.7, cf. 3.108.2, 12.28a.6.
2 sentimiento personal τὰ σχετλιακὰ τῶν ἐπιρρημάτων ἐξ αὐτοπαθείας ἐκπεμπόμενα A.D.Pron.34.30, cf. D.H.Dem.22.
II gram. reflexividad del verbo, A.D.Synt.147.21, 278.16, 306.25.