βιώσιμος

From LSJ
Revision as of 12:20, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_9)

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βιώσιμος Medium diacritics: βιώσιμος Low diacritics: βιώσιμος Capitals: ΒΙΩΣΙΜΟΣ
Transliteration A: biṓsimos Transliteration B: biōsimos Transliteration C: viosimos Beta Code: biw/simos

English (LSJ)

ον, (βιόω)

   A to be lived, χρόνος E.Alc.650; αἱ β. ἡμέραι Lib. Decl.2.34; esp. οὐ βιώσιμόν ἐστί τινι 'tis not meet for him to live, Hdt. 1.45; τί γὰρ μόνῃ μοι τῆσδ' ἄτερ β.; S.Ant.566; οὐκ ἂν ἦν βιώσιμα ἀνθρώποισι Hdt.3.109.    2 likely to live, Thphr.HP9.12.1, Arr.An. 2.4.8.

German (Pape)

[Seite 446] ον, lebenswerth, zu leben, τίγὰρ μόνῃ μοι τῆσδ' ἄτερ βιώσιμον; was soll ich ohne sie leben? was habe ich für Freude am Leben? Soph. Ant. 362; οὐ βιώσιμον Eur. Herc. far. 606; χρόνος Alc. 653; οὐ β. οἱ εἶναι Her. 1, 45; οὐκ ἂν ἦν βιώσιμα τοῖς ἀνθρώποις 3, 109; Sp., wie Arr. An. 2, 4, 11 u. öfter; οὐκ οἶδ' εἰ βιώσιμός ἐστιν. von einem schwer Kranken, Poll. 8, 79.

Greek (Liddell-Scott)

βιώσιμος: -ον, (βιόω) ὡς τὸ βιωτός, ὃν πρέπει νὰ διέλθῃ τις ἐν τῇ ζωῇ, χρόνος Εὐρ. Ἀλκ. 650· ἰδίως, οὐ βιώσιμόν ἐστί τινι, δὲν εἶναι καλὸν αὐτὸς νὰ ζῇ, Ἡρόδ. 1. 45· τὶ γὰρ μόνῃ μοι τῆσδ’ ἄτερ β., Σοφ. Ἀντ. 566· οὐκ ἂν ἦν βιώσιμα ἀνθρώποις Ἡρόδ. 3. 109. 2) περὶ οὗ ὑπάρχουσι πιθανότητες ὅτι θὰ ζήσῃ, Θεόφρ. Ι. Φ. 9. 12, 1, Ἀρρ. Ἀναβ. 2. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui est à vivre : βιώσιμος χρόνος EUR temps qu’on a à vivre;
2 qui rend la vie supportable : οὐ βιώσιμόν (ou βιώσιμά) ἐστι HDT il ne m’est pas possible de vivre.
Étymologie: βιόω.

Spanish (DGE)

(βιώσῐμος) -ον
I 1c. términos que expresan ‘tiempo’ que puede ser vivido, de vida c. el tiempo verbal en pasado o fut. χρόνος E.Alc.650, Vett.Val.143.30, ἡμέραι Lib.Decl.2.34, ἐκ τοῦ ἀριθμοῦ ... ἡγησόμεθα πλῆθος βιωσίμων ἐτῶν Vett.Val.287.17.
2 suj. ζωή, βίος digno de ser vivido (βίος) σοφοῖς β. Gr.Naz.M.37.649, cf. Sch.Ar.Pl.197
neutr. c. o sin εἶναι ser posible vivir οὐδέ οἱ εἴη βιώσιμον Hdt.1.45, cf. 3.109, τί γὰρ μόνῃ μοι τῆσδ' ἄτερ βιώσιμον; S.Ant.566, χρησμοῦ τε μὴ κρανθέντος οὐ βιώσιμον E.Heracl.606, cf. Arr.An.6.11.1, 12.3, Sch.Ar.Pl.197.
3 de pers. que puede vivir o sobrevivir de enfermos, Hp.Vict.3.82, Men.Asp.450, Thphr.HP 9.12.1, Poll.8.79, Arr.An.2.4.8, Ael.Fr.42
del feto, el embrión viable Hp.Superf.11, Poll.2.6
de otros seres vivos lleno de vida, vigoroso τεθνηκότα τίκτουσιν ἢ ζῶντα πονηρὰ καὶ οὐ βιώσιμα Hp.Superf.17, ἔμπεδα καὶ βιώσιμα Them.Or.15.189b.
II adv. -ως en forma vital o vigorosa β. ἔχοντα Gr.Naz.Ep.120.3.