δακτυλικός

From LSJ
Revision as of 12:22, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_10)

Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist

Menander, Monostichoi, 141
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακτῠλικός Medium diacritics: δακτυλικός Low diacritics: δακτυλικός Capitals: ΔΑΚΤΥΛΙΚΟΣ
Transliteration A: daktylikós Transliteration B: daktylikos Transliteration C: daktylikos Beta Code: daktuliko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for the finger: αὐλὸς δ. a flute played with the fingers, Ath.4.176f; δ. ψῆφος a stone for calcuiating, AP11.290 (Pall.).    2 for the anus, ἔμπλαστρος Orib.Fr.83, Cass.Fel.74.    II dactylic, ῥυθμός Longin.39.4, Heph.4. Adv. -κῶς, ποδίζεσθαι Eust.11.25.    III = δακτυλιαῖος, διάστημα Theo Sm.p.125 H.

German (Pape)

[Seite 520] 1) für die Finger bestimmt, ὄργανον, ein Instrument, das mit den Fingern gespielt wird, Poll. 4, 66; αὐλοί Ath. IV, 176 f; ψῆφος, der Stein am Ringe, Pallad. 87 (XI, 290). – 2) aus Daktylen bestehend, ῥυθμός Longin.

Greek (Liddell-Scott)

δακτῠλικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς τὸν δάκτυλον, Λατ. digitalis· αὐλὸς δ., αὐλὸς ὃν ἔπαιζον διὰ τῶν δακτύλων, Ἀθήν. 176F· δ. ψῆφος, λίθος ἐντεθειμένος εἰς δακτύλιον, Ἀνθ. Π. 11. 290. II. ἐν τῇ μετρικῇ δακτυλικός, ῥυθμὸς Λογγῖν. 39. 4. ― Ἐπίρρ. –κῶς Δράκ. 13, 22, Εὐστ. 11. 25.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 dont on joue avec les doigts (instrument de musique, etc.);
2 qu’on porte au doigt (pierre précieuse dans un anneau);
3 composé de dactyles ; δακτυλικὸν μέτρον vers dactylique.
Étymologie: δάκτυλος.

Spanish (DGE)

(δακτῠλῐκός) -ή, -όν
I 1mús. digital, que se tañe con los dedos de instrumentos αὐλοί Ath.176f, Poll.4.82, τῶν ψιλῶν κιθαριστῶν ὄργανον, ὃ καὶ Πυθικὸν ὀνομάζεται, δακτυλικόν τινες κεκλήκασιν Poll.4.66
gener. que se maneja con los dedos ψῆφος AP 11.290 (Pall.).
2 que tiene el tamaño de un dedo διάστημα Theo Sm.125.
3 subst. ἡ δ. (sc. ἔμπλαστος) medic. emplasto anal de un remedio para fístulas, Orib.Ec.82.7, alia (cataplasma) quae apellatur a Graecis dactylice Cass.Fel.74.
4 métr. dactílico, dactylicus numerus hexametrorum Cic.Orat.191, cf. Heph.4.1, Diom.521.19, ῥυθμοί Longin.39.4, Anon.Bellerm.15, Quint.Inst.9.4.46, τῶν δὲ ποδικῶν γενῶν πρῶτόν ἐστι διὰ τὴν ἰσότητα τὸ δακτυλικόν Aristid.Quint.35.4, cf. 45.31, τὰ διὰ τοῦ -ιον (ὀνόματα) οὐδέτερα μονογενῆ, εἰ μὲν ὦσι δακτυλικά EM 451.17G.
neutr. subst. τὰ δὲ δακτυλικὰ πρὸ μιᾶς ἔχει τὸν τόνον EM 520.25G.
II adv. -ῶς métr. en dáctilos δ. ποδίζεται Eust.11.24, cf. 1650.46.