δακρυοπετής
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
ές,
A making tears fall, πάθεα A.Supp.113 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 519] ές, Thränen fallen machend, erregend, Aesch. Suppl. 112.
Greek (Liddell-Scott)
δακρυοπετής: -ές, ὁ κάμνων ὥστε νὰ πίπτωσι δάκρυα, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 112.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui fait couler litt. tomber des larmes.
Étymologie: δάκρυον, πίπτω.
Spanish (DGE)
-ές
que hace caer lágrimas, que hace llorar πάθεα A.Supp.113.