δενδρίον
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
τό, Dim. of δένδρον, Agathocl.6. II Aeol. form of δένδρεον, prob. in Alc.44, Theoc.29.12.
German (Pape)
[Seite 545] τό, dim. von δένδρον, Ath. XIV, 649 f, Theocr. 29, 12.
Greek (Liddell-Scott)
δενδρίον: τό, ὑποκορ. τοῦ δένδρον, Ἀθήν. 649F·
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit arbre, arbuste.
Étymologie: dim. de δένδρον.
Spanish (DGE)
-ου, τό
arbolito, arbusto ἀνεβλάστησεν ... δ., ὃ ... κόνναρον ἐπονομάζουσιν Agathocl.4.