διαμετρέω
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
English (LSJ)
A measure through, measure out or off, χῶρον δ. measure lists for combat, Il.3.315; survey, χώραν OGI502.12 (Aezani): abs., μετρῶν καὶ δ. καὶ λογιζόμενος D.Chr.40.7:—Med., Plb.6.41.3, Max. Tyr.6.3:—Pass., ἡμέρα διαμεμετρημένη measured by the clepsydra, D.19.120, Arist.Ath.67.3. 2 measure out in portions, distribute, μεδίμνους δ. τισὶ τῆς καθεστηκυίας τιμῆς D.34.39; οὐδὲν δ. τοῖς στρατιώταις give out no rations, X.An.7.1.40, cf. 41, etc.:—Med., divide amongst themselves, Orac. ap. Hdt.1.66, X.Cyr.7.5.9; receive as one's share, D.34.37:—Med. in act. sense, Call.Ap.55, Dian. 36. 3 Med., δ. τὸν βίον die, Procop.Aed.3.1. 4 measure with the eye, scan, Nonn.D.5.306, al. 5 pass over, traverse, Ὑδάσπην ib.23.149, cf. 22.42. II Astron., δ. φάεσιν φάος ἀντικέλευθον to be in opposition, Man.4.74, cf. 296, Gal.19.557: c. acc., to be diametrically opposite to, τὸν ἥλιον Cleom.1.11: abs., ibid., Simp.inCael.480.6; ὁκόταν ὁ χειμὼν διαμετρέῃ τῷ κατὰ λόγον Hp. Ep.19 (Hermes 53.70).
German (Pape)
[Seite 590] (s. μετρέω), 1) durchmessen, ausmessen, abmessen. Hom. Iliad. 3, 315 χῶρον διεμέτρεον, den Platz zu einem Zweikampfe. Vgl. διαμετρητός und ἀναμετρέω. – Im medium Orac. bei Herodot. 1, 66 πεδίον σχοίνῳ διαμετρήσασθαι, σχοίνῳ διαμετρησάμενοι τὸ πεδίον; Polyb. 6, 41, 8 τὰς ῥύμας διεμέτρησαν; med. 6, 41, 3; Call. Apoll. 55; διαμεμετρημένη ἡμέρα, die nach der Klepsydra zugemessene Zeit zum Reden vor Gericht, Dem. 53, 17; Aesch. 2, 126; vgl. Plut. Alc. 19; Harpocr. – 2) nach dem Maaße zumessen, verkaufen, διεμετρήσαμεν ὑμῖν τῆς καθεστηκυίας τιμῆς τὸν μέδιμνον, für den gesetzmäßigen Preis, Dem. 84, 39; vertheilen, Xen. An. 7, 1, 40; dah. med., sich sein bestimmtes Maaß geben lassen, Dem. 34, 37. 39; Poll. 4, 166. – 3) diametral entgegengesetzt sein, Maneth. 4, 74. 296, τινί.
Greek (Liddell-Scott)
διαμετρέω: μετρῶ διὰ μέσου, ἐντελῶς˙ μετρῶ καὶ ἀποχωρίζω, χῶρον δ., μετρῶ τὸν διὰ τὴν μονομαχίαν τόπον, Ἰλ. Γ. 315˙ ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ., Πολύβ. 6. 41, 3: - ἡμέρα διαμεμετρημένη, ὁ διὰ τῆς κλεψύδρας μεμετρημένος χρόνος, Δημ. 378. 8, Αἰσχίν. 82. 12. 2) μετρῶν διαιρῶ εἰς μέρη, διανέμω, μεδίμνους δ. τισι τῆς καθεστηκυίας τιμῆς Δημ. 918. 24˙ οὐδὲν δ. τοῖς στρατιώταις, δὲν χορηγῶ σιτηρέσιον, Ξεν. Ἀν. 7, 1, 40, πρβλ. 41. - Μέσ., ἔχουσι μετρήσει εἰς ἐμέ, λαμβάνω ὡς μερίδιον, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 66, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 9, Δημ. 918. 8˙ - ἀλλ’ ὁ Καλλ. ἔχει τὸ μέσ. μετ’ ἐνεργ. σημασίας, Ἀπολλ. 54, Ἄρτεμ. 36. ΙΙ. ἀμετ. = ἐκ διαμέτρου ἀντικεῖσθαι, εἶμαι ἐκ διαμέτρου ἀντίθετος, τινὶ Μανέθων 4. 74.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 mesurer pour distribuer : τί τινι distribuer à qqn une portion, une ration ; ἡμέρα διαμεμετρημένη DÉM parts de temps d’une journée mesurées par la clepsydre ; avec un suj. de pers. recevoir comme part (mesurée);
2 mesurer d’un bout à l’autre, acc..
Étymologie: διά, μετρέω.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
I 1en sent. fís. medir χῶρον Il.3.315, cf. Plu.Sull.9, τὸν τόπον D.S.17.52, τὴν κοιλάδα LXX Ps.107.8, τὸ προτείχισμα LXX Ez.40.5, τὴν χώραν OGI 502.12 (Ezanos II d.C.), πόσῳ δὲ ... τὸν λόγον διαμετρήσεις ὕδατι; ¿con cuánta agua medirás el discurso? ref. la clepsidra, e.e. ¿cuánto tiempo vas a emplear en tu discurso? Philostr.VA 8.2, en v. pas. διαμετρεῖται παρεμβολὴ τετράγωνος αὐτοῖς es medido por ellos un espacio cuadrado (para acampar), I.BI 3.77
•abs. Ar.Nu.148
•fig. como operación mental μετρῶν καὶ διαμετρῶν καὶ λογιζόμενος D.Chr.40.7
•en v. med. mismo sent. καλὸν πεδίον σχοίνῳ διαμετρήσασθαι Orác. en Hdt.1.66 (= AP 14.76), τὴν περίστασιν τῆς σκηνῆς Plb.6.41.3, cf. Plu.Alex.26, Max.Tyr.35.3, Gr.Nyss.Ep.25.8
•esp. en sent. temp. πρὸς διαμεμετρημένην τὴν ἡμέραν en la jornada medida (por la clepsidra) en los juicios, D.19.120, Arist.Ath.67.3, cf. D.53.17, Poll.4.166, Hsch.s.u. διαμεμετρημένην
•c. ac. plu. disponer ordenadamente, disponer después de haber medido τὰς ῥύμας Plb.6.41.8, σανίδας Q.S.12.136, tb. en v. med. πόλιας διεμετρήσαντο dispusieron en orden las ciudades, e.e. planearon las ciudades Call.Ap.55
•medir cuantitativamente, e.e. contar, enumerar πώεα μήλων Colluth.106.
2 c. idea de mov. recorrer hasta el fin, atravesar c. ac. de n. geog. διεμέτρεεν Ἰνδὸν Ὑδάσπην Nonn.D.23.149
•abs. Nonn.D.22.42
•fig., en v. med. recorrer hasta el fin, concluir τὸν βίον διαμετρήσασθαι Procop.Aed.3.1.9.
3 recorrer con la vista, examinar δέμας ... κούρης Nonn.D.5.306.
II en sent. distrib.
1 distribuir, repartir después de haberlo medido, c. ac. de cosa y dat. de pers. οὐδὲ διεμέτρησεν οὐδὲν τοῖς στρατιώταις X.An.7.1.40, μεδίμνους πυρῶν διεμετρήσαμεν ὑμῖν D.34.39, cf. D.S.2.8, sólo c. ac. προῖκα τοὐμοῦ διαμετρήσας <θ>ἤμισυ Men.Dysc.738, (χρήματα πολλά) ... διαμετρῆσαι Epicur.Sent.Vat.[6] 67, en v. pas. ἐπίμετρα τῷ διαμετρηθέντι σίτῳ IG 22.1672.254 (IV a.C.), cf. X.An.7.1.41
•en v. med. repartirse τὸ μέρος X.Cyr.7.5.9, πολλὰς ... πόλιας Call.Dian.36, τὸν σῖτον Poll.4.166.
2 sólo v. med. recibir lo que a uno le corresponde διεμετροῦντο τὰ ἄλφιτα D.34.37.
III astrol. estar en oposición a c. ac. τὸν ἥλιον Luc.Philopatr.24, cf. Cleom.1.8.62, Vett.Val.19.19, τὸ ... μεσημβρινόν Cleom.1.5.66, ἀστέρες ... διαμετροῦντες ἀλλήλους Cleom.1.8.47, τὸ ζῴδιον Vett.Val.53.16
•c. dat. ὁππότ' ... διαμετρήσῃ φάεσιν φάος ἀντικέλευθον Man.4.74, ἀστέρι κείνῳ Man.4.296
•abs. Cleom.2.5.34, Gal.19.557, Vett.Val.59.26, Simp.in Cael.480.6.