δύσμουσος
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
ον,
A = ἄμουσος, unmusical, αὐλός AP9.216 (Honestus).
German (Pape)
[Seite 684] αὐλός, von den Musen nicht geliebt, Onest. 7 (IX, 216).
Greek (Liddell-Scott)
δύσμουσος: -ον, = ἄμουσος, οὐχὶ μουσικός, ἀλλότριος τῶν Μουσῶν, αὐλὸς Ἀνθ. Π. 9. 216.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non chéri des Muses, inculte.
Étymologie: δυσ-, μοῦσα.
Spanish (DGE)
-ον discordante, αὐλός AP 9.216 (Honest.).