ἐγκαταζεύγνυμι
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
A associate with, adapt to, νέας βουλὰς νέοισιν ἐγκαταζεύξας τρόποις S.Aj.736.
German (Pape)
[Seite 705] (s. ζεύγνυμι), mit Etwas verbinden; νέας βουλὰς νέοισι τρόποις Soph. Ai. 723.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαταζεύγνυμι: συνενῶ, συνδέω, συναρμόζω, νέας βουλὰς νέοισιν ἐγκαταζεύξας τρόποις Σοφ. Αἴ. 736.
French (Bailly abrégé)
part. ao. ἐγκαταζεύξας;
adapter par suite de, accommoder en conséquence à, τινι.
Étymologie: ἐν, καταζεύγνυμι.
Spanish (DGE)
uncir, fig. adecuar, adaptar νέας βουλὰς νέοισιν ... τρόποις S.Ai.736
•someter τοῖς ἰδίοις ἐγκαταζεῦξαι σκήπτροις τοὺς ἀρχῆς ... ἀπολισθήσαντας Cyr.Al.Dial.Trin.480a.