δύσθλαστος
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
English (LSJ)
ον,
A hard to crush, tough, Thphr.HP8.4.1 (Comp.), Gal.UP11.17.
German (Pape)
[Seite 681] schwer zu zerbrechen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
δύσθλαστος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ θλάσῃ τις, δύσθραυστος, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 8. 4, 1, ἐν τῷ συγκρ.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de aplastar, duro καυλός Thphr.HP 8.4.1, del tejido cartilaginoso, Gal.3.919, cf. Olymp.in Mete.326.19, 328.22.