ἐκκακέω
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
A to be faint-hearted, lose heart, grow weary, v.l. for ἐγκ-, Ev.Luc.18.1, 2 Ep.Cor.4.1,16,al., cf. Vett. Val.201.15, Gloss.
German (Pape)
[Seite 761] im Unglück den Muth verlieren, übh. müde werden, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκᾰκέω: εἶμαι λιπόψυχος, ἀποδειλιῶ, χάνω τὸ θάρρος, ἀποκάμνω, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιη΄, 1, 2 Ἐπιστ. π. Κορινθ. δ΄, 1 καί 16 κ. ἀλλ.˙ ἀλλ’ ἁπανταχοῦ τῆς Κ. Δ. ἤδη διορθοῦται ἐγκακέω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 perdre courage, céder au découragement;
2 agir mollement, mettre peu d’empressement à faire qch.
Étymologie: ἐκ, κακός.
Spanish (DGE)
desfallecer, perder el ánimo ὁ δ' ἐκκακήσας ὤλεσε<ν> τὰς ἐλπίδας Men.Comp.1.42, cf. Herm.Mand.9.8, Vett.Val.191.24, T.Iob 24, παρακαλοῦμεν ὑμᾶς μὴ ἐκκακεῖν Basil.Ep.220, cf. Ath.Al.H.Ar.47.3, Gr.Nyss.Instit.80.9, Epiph.Const.Anc.23.5, Corp.Herm.Fr.23.46, c. rég. de part. τὸ δὲ καλὸν ποιοῦντες μὴ ἐκκακῶμεν no desfallezcamos en hacer el bien Clem.Al.Strom.1.1.4, c. rég. prep. ἐ. ἐν τῇ ἀναγνώσει τῆς θείας γραφῆς Origenes Philoc.12 tít., πρὸς τὰς θλίψεις A.Thom.A 160.5.