ἐκπροκρίνω
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
[ῑ],
A choose out, πόλεος ἐκπροκριθεῖσα E.Ph.214 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 777] herauswählen u. vorziehen, πόλιος ἐκπροκριθεῖσα Eur. Phoen. 214.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπροκρίνω: ἐκλέγω, προκρίνω, πόλεως ἐκπροκριθεῖσα Εὐρ. Φοίν. 214.
French (Bailly abrégé)
choisir hors de, gén..
Étymologie: ἐκ, προκρίνω.
Spanish (DGE)
escoger en v. pas. πόλεος ἐκπροκριθεῖσ' ἐμᾶς escogida en mi ciudad E.Ph.214.