disputa
From LSJ
ὡς χαρίεν ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ → how graceful is man when he is really a man | what a fine thing a human is, when truly human
Spanish > Greek
διαβολή, ἀμφιβολία, ἀθλοθετία, ἅμιλλα, ἔλεγξις, ἄθλευμα, ἀμφισβήτησις, διαδικασμός, ἀντίρρημα, διαπλήκτισις, διαπληκτισμός, ἁψιμαχία, ἀμφιβολή, ἀντιδικία, διαμάχη, δῆρις, ἀντιλογία, δύσερις, διαλογισμός, ἀντιφάρα, διάκρισις, διάστασις