κυριακός

From LSJ
Revision as of 10:30, 22 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (eksahir)

Σοφὴ σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία → Denn nur von weisen Männern stammt der weise Rat

Menander, Monostichoi, 483
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡριακός Medium diacritics: κυριακός Low diacritics: κυριακός Capitals: ΚΥΡΙΑΚΟΣ
Transliteration A: kyriakós Transliteration B: kyriakos Transliteration C: kyriakos Beta Code: kuriako/s

English (LSJ)

ή, όν, (κύριος)

   A of or for an owner or master, Stud.Pal.22.177.18 (ii A.D.); but usu. of the Roman Emperor, ὁ κ. φίσκος the fiscus, CIG2827 (Aphrod.), Supp.Epigr.2.567 (Caria (?)); κ. ψῆφοι, λόγος, OGI669.13, 18 (Egypt, i A.D.); κ. χρῆμα POxy.474.41 (ii A.D.).    II esp. belonging to the Lord (Christ): K. δεῖπνον the Lord's Supper, 1 Ep.Cor.11.20; ἡ K. ἡμέρα the Lord's day, Apoc.1.10; τὸ Κυριακόν (sc. δῶμα) the Lord's house, Edict.Maximiniap.Eus.PE9.10.    III Subst. κυριακός, ὁ, spirit invoked in magic, PMag.Par.1.916.

German (Pape)

[Seite 1536] dem Herrn gehörig, ihn betreffend; bes. bei K. S.; κυριακὴ ἡμέρα, der Tag des Herrn, Sonntag; τὸ κυριακὸν δεῖπνον, auch ohne dieses subst., das heilige Abendmahl; τὸ κυριακόν auch = das Haus des Herrn, der Tempel, die Kirche.

Greek (Liddell-Scott)

κῡριακός: -ή, -όν, (κύριος) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κύριον ἢ δεσπότην, ὁ κ. φίσκος, τὸ ἰδιαίτερον ταμεῖον τοῦ αὐτοκράτορος, κυρίως, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν ΚΥΡΙΟΝ (ΙΗΣΟΥΝ ΧΡΙΣΤΟΝ)˙ Κ. δεῖπνον, ἡ λεγόμενη εὐχαριστία, Α΄, Ἐπ. π. Κορ. ια΄, 20˙ ― ἡ κυριακὴ ἡμέρα, dies Dominica, Ἀποκάλ. α΄, 10, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 9452˙ τὸ κυριακὸν (ἐξυπ. δῶμα), ἡ ἐκκλησία, πρῶτον ἐν Διατάγ. Μαξιμίνου παρ’ Εὐσεβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 9. 10, Συνόδ. Κανόν. Λαοδ. 28, Ἐκκλ. Ἱστ. 9. 5, 2˙ ἴδε Suicer. (Συνήθως νομίζεται ὅτι ἐκ ταύτης τῆς λέξεως παράγονται αἱ Τευτονικαὶ λ. kirk, kircne, church˙ ἀλλὰ πῶς οἱ βόρειοι λαοὶ παρέλαβον τὴν Ἑλληνικὴν ταύτην λέξιν μᾶλλον ἢ τὸ Ρωμαϊκὸν ὄνομα ecclesia, δὲν ἔχει ἐξηγηθῆ ἐπαρκῶς.)

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne le Seigneur, le Christ ; ἡ Κυριακή (ἡμέρα) le jour du Seigneur, le dimanche.
Étymologie: κύριος.

Spanish

señor